Οι αρχαίοι είχαν την πλάκα τους (Δημ. Σαραντάκος) 4 – Δημώναξ

Πριν από ένα μήνα άρχισα να δημοσιεύω αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, «Οι αρχαίοι είχαν την πλάκα τους» που κυκλοφόρησε το 2009 από τις εκδόσεις Γνώση.

Η σημερινή συνέχεια είναι η τέταρτη, αλλά φυσικά πρόκειται για αυτοτελείς ιστορίες.Η προηγούμενη δημοσίευση βρίσκεται εδώ. Είχαμε δει ιστορίες από τον Ηρόδοτο, σήμερα περνάμε σε ιστορίες από τον Λουκιανό. Η ιστορία που ακολουθεί βασίζεται στο έργο του Λουκιανού «Δημώνακτος βίος».

Όπως γράφω στην εισαγωγή οι Αρχαίοι ημών δεν ήταν καθόλου σοβαροφανείς, αλλά εύθυμοι και ιλαροί. Τέτοιος ιλαρός φιλόσοφος ήταν ο Δημώναξ, Κύπριος από μεγάλη οικογένεια, που έζησε στην Αθήνα τον 2ον αιώνα της χρονολογίας μας. Ο σκώπτης των πάντων Λουκιανός, μιλά για τον Δημώνακτα με μεγάλο σεβασμό και του αφιερώνει ιδιαίτερο βιβλίο, από το οποίο πήρα όσα θα διαβάσετε παρακάτω.

Ο Δημώναξ ήταν κυνικός φιλόσοφος, μολονότι αποδεχόταν και τις απόψεις άλλων φιλοσοφικών σχολών. Όπως έλεγε «σεβόταν τον Σωκράτη, θαύμαζε τον Διογένη και αγαπούσε τον Αρίστιππο». Ήταν ιλαρός, ακέραιος, μετριόφρων και πολύ ελευθερόστομος. Για την τσουχτερή γλώσσα του και από το γεγονός ότι δεν τηρούσε  τους λατρευτικούς κανόνες, δεν θυσίαζε στους θεούς, ούτε προσευχόταν, κατηγορήθηκε για άθεος, εκείνος όμως παρουσιάστηκε στην Εκκλησία του Δήμου και με την απολογία του προκάλεσε τον θαυμασμό όλων. Από τότε οι Αθηναίοι του έδειχναν μεγάλο σεβασμό και στο πέρασμα του οι άρχοντες και οι απλοί πολίτες σηκώνονταν όρθιοι για να τον χαιρετήσουν.

Η ελευθεροστομία του εξόργισε κάποτε έναν ολυμπιονίκη, που μη έχοντας επιχειρήματα να τον αντικρούσει χτύπησε το Δημώνακτα με μια πέτρα και του άνοιξε το κεφάλι. Όσοι ήταν μπροστά αγανάκτησαν και θέλησαν να τιμωρήσουν τον δράστη φωνάζοντας:

«στον ανθύπατο να πάμε, στον ανθύπατο»

Ο Δημώναξ όμως είχε αντίρρηση

«όχι στον ανθύπατο αλλά στον γιατρό» τους είπε.

Κάποτε στην Εκκλησία του Δήμου ξέσπασε σοβαρή αντιπαράθεση μεταξύ αντιπάλων πολιτικών μερίδων, που κατέληξε σε καυγάδες, βρισιές και οχλαγωγία. Ο Δημώναξ όταν το έμαθε πήγε στην Εκκλησία. Μόλις μπήκε στον χώρο και ανέβηκε στο βήμα, αμέσως οι καυγάδες σταμάτησαν, όλοι σώπασαν και περίμεναν να τον ακούσουν. Εκείνος όμως βλέποντας πως ο σκοπός για τον οποίον είχε πάει, πραγματοποιήθηκε … κατέβηκε από το βήμα και έφυγε.

Ο Δημώναξ δε χαριζόταν καθόλου σε όσους η συμπεριφορά τους ήταν ανάρμοστη ή προκλητική. Ένας τέτοιος ήταν και ο Φαβωρίνος, Κέλτης φιλόσοφος και ευνούχος. Μαθαίνοντας πως ο Δημώναξ κορόιδευε τις φιλοσοφικές του απόψεις του ζήτησε το λόγο.

«Ποιος είσαι εσύ που με χλευάζεις;» τον ρώτησε.

«Ένας άνθρωπος που τα αυτιά του δεν εξαπατώνται εύκολα»

«Και τι εφόδια έχεις εσύ και διατείνεσαι πως είσαι φιλόσοφος;» τον ρώτησε

«Όρχεις» απάντησε ο Δημώναξ

Μιαν άλλη φορά ένας άλλος φιλόσοφος, ο Σιδώνιος, ισχυριζόταν πως είναι οπαδός πολλών φιλοσοφικών σχολών

«Αν με καλέσει ο Αριστοτέλης» έλεγε «θα τον ακολουθήσω στο Λύκειο. Αν με φωνάξει ο Πλάτων, θα πάω στην Ακαδημία, αν ο Ζήνων, θα εγκατασταθώ στην Ποικίλη Στοά και αν με καλέσει ο Πυθαγόρας, θα σωπάσω», υπαινισσόμενος τη δοκιμασία της μακρόχρονης σιωπής που πρότεινε ο Πυθαγόρας στους οπαδούς του.

«Μα δεν ακούς τόσην ώρα πως σε καλεί ο Πυθαγόρας;» του είπε ο Δημώναξ, θέλοντας να του δείξει πως ήταν καιρός να σωπάσει.

Κάποιος Ρωμαίος συγκλητικός περνώντας από την Αθήνα, παρουσίασε στο Δημώνακτα το γιο του, που ήταν πολύ ωραίο παιδί αλλά μαλθακός και θηλυπρεπής

«Πολύ ωραίος ο γιος σου, μοιάζει της μητέρας του» παρατήρησε ο φιλόσοφος.

Κάποτε πέρασε από την Αθήνα  κάποιος άλλος Ρωμαίος αξιωματούχος ονόματι Κέθηγος, που έλεγε και έκανε ένα σωρό γελοιότητες

«Μέγα κάθαρμα» σχολίασε ένας Αθηναίος

«Μα τον Δία, ούτε μέγα» απάντησε ο Δημώναξ, εννοώντας πως δεν του άξιζε ο τίτλος μέγας ούτε ως κάθαρμα.

Όταν ο Ηρώδης ο Αττικός πενθούσε με πολύ επιδεικτικό τρόπο για τον αγαπημένο του μαθητή, τον Πολυδεύκη, που πέθανε ξαφνικά, ο Δημώναξ παρουσιάστηκε κρατώντας ένα χαρτί.

«Σου φέρνω γράμμα από τον Πολυδεύκη» του είπε

Ο Ηρώδης χάρηκε γιατί ο Δημώναξ ήταν από τους λίγους που δεν τον κολάκευαν ούτε τον υπολόγιζαν

«Και τι μου γράφει ο Πολυδεύκης» ρώτησε

«Παραπονιέται που δεν πήγες ακόμα να τον βρεις».

Κάποτε στην αγορά παρακολουθούσε μαζί με άλλους δυο φιλόσοφους που συζητούσαν. Ήταν όμως τόσο αστοιχείωτοι και βλάκες, που άλλα έλεγε ο ένας και άλλα απαντούσε ο άλλος

«Δε σας φαίνεται φίλοι μου» είπε ο Δημώναξ στους άλλους ακροατές της συζήτησης «σα να προσπαθεί ο ένας να αρμέξει έναν τράγο και ο άλλος να βάζει από κάτω ένα κόσκινο για να μαζέψει το γάλα;»

Κάποιος για να τον φέρει σε δύσκολη θέση τον ρώτησε

«Αν κάψω ξύλα που ζυγιάζουν χίλιες μνες*, πόσων μνων καπνός θα βγει;»

«Ζύγιασε τη στάχτη και όλο το υπόλοιπο θα είναι ο καπνός» του απάντησε ο Δημώναξ.
(Η μνα εκτός από νόμισμα ήταν και μονάδα βάρους, ίση με 432 γραμμάρια)

Έζησε πάνω από εκατό χρόνια. Όταν γέρασε και στα χέρια του φάνηκαν τοι γνωστές κηλίδες των γηρατειών, είπε

«Ο Χάρος με δάγκωσε».

Όταν τον ρωτούσαν οι φίλοι του αν έχει φροντίσει για την ταφή του τους απάντησε

«Μη νοιάζεστε. Η βρώμα που θα βγάλω θα με θάψει¨.

Εντούτοις ο Αθηναίοι του έκαναν μεγαλοπρεπή κηδεία και το φέρετρό του το σήκωσαν στους ώμους τους οι πιο γνωστοί φιλόσοφοι της πόλης.

 

 

 




from Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.