Για το Μανώλη μας δεν ξέρω (διήγημα του Δημήτρη Μαρτίνου)

Δημοσιεύω σήμερα ένα διήγημα που μου έστειλε πριν από καμιά δεκαπενταριά μέρες ο φίλος μας ο Δημήτρης Μαρτίνος, που κι άλλες φορές έχει δημοσιεύσει το ιστολόγιο διηγήματά του που περιγράφουν τη ζωή στα Θερμιά -την Κύθνο δηλαδή.

Όπως λέει στις σημειώσεις στο τέλος του άρθρου, το διήγημα είναι καθαρή μυθοπλασία, σε αντίθεση με τα προηγούμενα δικά του.

Στο τέλος του άρθρου υπάρχει και γλωσσάρι, επίσης καταρτισμένο από τον Δημήτρη, που για χάρη του έκανα τα στραβά μάτια και άφησα και το πολυτονικό που προτιμάει.

Γιὰ τὸ Μανώλη μας δὲν ξέρω

«Ὁ ἔμπο’ααας, ὁ ἔμπο’ας!» ἡ φωνὴ τοῦ Μιχαλιοῦ τοῦ ἔμπορα ἀντήχησε στὰ στενὰ σοκάκια τοῦ χωριοῦ, ταράζοντας τὴν πρωινὴ γαλήνη. Τὸ ρὸ τό ‘λεγε κανονικὰ ὅταν μιλοῦσε, μόνο στὸ διαλάλημά του τό ‘τρωγε. Αὐτὸ ἤτανε τὸ σῆμα του. Ἀκούοντάς τον οἰ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς ξέρανε πὼς ἔφτασε ὀ Μιχαλιὸς κι ὄχι ἄλλος πραματευτὴς. Ἔτρεχαν νὰ τὸν προϋπαντήσουν κι ἅς μὴν ἤθελαν νὰ ψωνίσουν.  Γιατί, μαζὶ μὲ τὴν πραμάτεια πού ‘χε φορτωμένη στὸ γάιδαρο -βελόνες, κλωστές, πανιά, κορδόνια, λάστιχα, φακαρόλες, ρόμπες, νυχτικὰ καὶ μισοφόρια- κουβαλοῦσε καὶ τὰ νέα ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό.

Ὁ γάιδαρος, φτάνοντας δίπλα στὴν αὐλὴ τῆς ἐκκλησιᾶς, σταμάτησε μοναχός του στὸν ἴσκιο τοῦ κυπαρισσιοῦ. Τόσα χρόνια πιὰ εἶχε μάθει τὸ δρομολόγιο μὲ κάθε λεπτομέρεια. Ὁ Μιχαλιὸς ἄρχισε νὰ ξεδιπλώνει τὴν πραμάτεια του, τυλιγμένη μὲ τάξη σὲ καθαρὰ σεντόνια γιὰ νὰ μὴ σκονίζεται στὸ δρόμο, καὶ νὰ τὴν ἀκουμπᾶ προσεκτικὰ στὴν πεζούλα τῆς ἐκκλησιᾶς. Πρίν καλὰ-καλὰ τὴν ἁπλώσει ἄρχισαν νὰ φτάνουν οἱ πρῶτες πελάτισσες γελώντας καὶ πειράζοντας ἡ μιὰ τὴν ἄλλη. Ὁ Μιχαλιὸς ἔβγαλε τὸ τεφτέρι κι ἄρχισε νὰ μοιράζει τὶς παραγγελιὲς ποὺ εἶχε πάρει τὴν προηγούμενη βδομάδα: Τὸ μαλλὶ καὶ τὶς βελόνες γιὰ πλέξιμο τῆς κυρα-Καλλιόπης (τὸν εἶχε, βλέπεις, χαϊδεμένο τὸν κανακάρη της καὶ τὸ μαλλὶ τοῦ προβάτου, ποὺ ἔγνεθε στὴ ρόκα της, τοῦ ‘πεφτε σκληρό), δυὸ πῆχες κάμποτο τῆς κυρα-Μαρίας γιὰ σώβρακα τοῦ ἄντρα καὶ τοῦ γιοῦ της, ἕνα ρετάλι τσίτι  τῆς κυρα-Θοδώρας -γιὰ κανα φουστανάκι τῆς μικρῆς κι ὅ,τι περισσέψει ποδιὰ γιὰ ‘κείνη- καὶ μιὰ νυχτικιὰ, μεγάλη σὰ στραπούντα*, γιὰ τὴν Ἑλενάρα, τὴ χοντρὴ. Μαζὶ τους εἶχαν ἔρθει κι ἄλλες γειτόνισσες γιὰ νὰ μάθουν τὰ νέα ἀπὸ τ’ ἄλλα τὰ χωριὰ καὶ νὰ κουτσομπολέψουν. Ὁ Μιχαλιὸς δὲν ἤθελε παρακάλια γιὰ ν’ ἀρχίσει. Τόσα χρόνια ποὺ νταραβεριζότανε μὲ τὶς γυναῖκες τοῦ ‘χε γίνει συνήθειο, τ’ ἄρεσε κι ὅλας. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως ἔφερνε νὲα τρανταχτὰ, εἶχε βουίξει ὁ τόπος. Οἱ γυναῖκες κρέμονταν ἀπὸ τὸ στόμα του.

«Γιὰ πές μας, Μιχαλιὸ, ἔγιν’ ὁ γάμος;»

«Ὁ γάμος εἶχε γίνει δυὸ-τρεῖς μῆνες πιὸ μπροστὰ. Τώρα ἔγινε ἡ στεφάνωση» τοὺς ξεκαθάρισε ὁ Μιχαλιὸς κι ἄρχισε νὰ τοὺς λέει τὰ καθέκαστα. Γιὰ τὰ «καλὰ», τὰ προικιὰ τοῦ γαμπροῦ, ποὺ «τὰ πήανε στὸ νυφικὸ τὴν προπαραμονὴ τοῦ γάμου μὲ ἕξι ζύες* βιολιά, φέρανε κι ἀπὸ τὴν Ἀθήνα-δὲν τῶνε φτάνανε τὰ ντόπια- ὁ σεβντάς, ὁ βήχας κι ὁ παρὰς δὲ κρούβεται.  Τὸ παστέλι; μὲ τσὶ τάβλες τὸ μοιράζανε. Σφαχτά, φαγιά, κρασιά-τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαάκ τ’ ἀγαθά».

«Αὐτὰ τὰ περιμέναμε» τὸν ἔκοψε ἡ Πελέγρα* «γιὰ τ’ ἄλλο πές μας, ὁ Δημητρὸς -ὁ παλαβὸς ντὲ- τραούδησε;»

«Ἄλλο καὶ δὲν ἤτανε. Αὐτὸ ἔλειπε δὰ, νὰ μὴν τραουδήσει ὁ Δημητρός», ἀποκρίθηκε ὁ Μιχαλιός. Ἔχει ἀφήσει γάμο καὶ βάφτιση ἀτραούδιστα; Καλεσμένος, ἀκάλεστος πάει καὶ τὰ λέει σὲ ξένους, ὄχι ἐδῶ ποὺ ἤτανε δικοί του ἀθρῶποι!»

Δημητρὸ τὸν εἴχανε βγάλει, ὅμως ὅλο τὸ χωριὸ παλαβὸ τὸν ἔλεγε καὶ δὲν τὸν ἔννοιαζε, τὸ ‘χε συνηθίσει. Ὁ πατέρας του, ὁ Τζώρτζης, «δὲν εἶχε πολλὰ σπίρτα»* κι αὐτὸς. Φτωχὸς, μεροκαματιάρης δούλευε στὰ ξένα χωράφια. Ὅμως εἶχε σκαρώσει ἕνα τσοῦρμο παιδιὰ.  Ὁ Σπύρος, μεγαλονοικοκύρης μὲ χωράφια καὶ ζωντανὰ, τὸν συμπονοῦσε καὶ βοηθοῦσε ὅπως μποροῦσε. Αὐτὸν ἔπαιρνε πρῶτον γιὰ μεροκάματο, ὅποτε εἶχε δουλειὲς. Τοῦ ‘χε νοικιάσει –τάχατες- καὶ κάτι βορνὲς*, ποὺ ‘χανε μείνει χέρσες, γιὰ νὰ βάζει ὁ Τζώρτζης τὰ ζωντανά του. Νοίκι ὅμως δὲν τοῦ ‘παιρνε. Τὸν συμβούλευε κι ὅλας, κι ἄς εἶχε ὁ Τζώρτζης κοντὰ τὰ διπλά του χρόνια.

«Τί θὰ γίνει, κάθε χρόνο καὶ παιδὶ; Κάνε λιγάκι κράτει μωρὲ!»

«Ἅμα τὰ στέλνει ὁ Θεὸς, ἀφεντικὸ, τὶ νὰ κάμουμε;»

«Δὲ σοῦ φταίει ὁ Θεὸς, βάλε καὶ καμιὰ καπότα!»

Μετὰ ἀπὸ πεντέξι μῆνες, μόλις ἀπόκοψε τὸ μωρὸ ποὺ βύζαινε, πάλι γκαστρωμὲνη ἡ Τζώρτζαινα.

« Μωρὲ δὲ σοῦ ‘πα νὰ βάλεις καπότα;» τὸν ἀποπῆρε καλόκαρδα ὁ Σπύρος.

«Τὴν ἔβαλα, ἀφεντικό! Καὶ μὲ τσὶ μάνικες! Μὰ ‘κείνη γκαστρώθηκε.»

«Τὴν καπότα τοῦ τσομπάνη ἔβαλες μωρὲ;» τοῦ ‘πε ὁ Σπύρος βάζοντας τὰ γέλια. «Δὲν πειράζει, μὲ τὸ καλὸ νὰ λευτερωθεῖ ἡ γυναίκα καὶ θὰ τὸ βαφτίσω ἐγώ.»

Στὸ σχολειὸ ὁ Δημητρὸς τὰ βρῆκε σκοῦρα. Οὔτε νὰ γράψει, οὔτε νὰ διαβάσει τὰ κατάφερε. Μονάχα στὸ τραγούδι ἤτανε πρῶτος, φωνὴ καμπάνα. Σ’ ὅλες τὶς σχολικὲς γιορτὲς τὸν βάζανε καὶ τραγουδοῦσε τὰ «Σαράντα παληκάρια», «Τοῦ  Κίτσου ἡ μάνα» κι ἄλλα τέτοια πατριωτικά. Ὅταν ξεσκόλισε -δεκαπεντάρης πιά, τὸν βαρεθήκανε καὶ τοῦ δώσανε ἀπολυτήριο- πῆγε παραγιὸς στὸ σπίτι τοῦ Σπύρου, τοῦ νονοῦ του. Σὰν παιδὶ τους τὸν εἴχανε. Κι ὁ Μανώλης, ὁ μοναχογιὸς τους, σὰν μικρὸ ἀδερφό του. Τότε ἦταν ποὺ ἄρχισε νὰ τραγουδᾶ στὰ γλέντια, στὶς χαρὲς καὶ στὰ πανηγύρια. Σκάρωνε καὶ κάτι στιχάκια γουστόζικα καὶ τὸν κάνανε χάζι.

Σ’ ἕνα γλέντι, ἐκεῖ ποὺ οἱ χορευτὲς ἦταν στὸ τσακὶρ κέφι καὶ τραγουδοῦσαν

πανάθεμα τὴ μάνα σου ποὺ σ’ ἔκανε μοδίστρα
καὶ τὴν καρδιά μου τύλιξες σὰ νά ‘ταν κουβαρίστρα

ἐκεῖνος, βλέποντας πὼς μιὰ ἀπὸ τὶς ντάμες δὲ χόρευε πάνω στὸ σκοπό, ἀπάντησε τραγουδιστὰ

πανάθεμα τὴ μάνα σου ποὺ σ’ ἔκανε λεβέντρα
νὰ βοηθήσει ὁ Θεὸς νὰ γίνεις καὶ χορεύτρα
.

Ἄλλη φορὰ πάλι, σὲ μιὰ βάφτιση  τραγουδοῦσαν τὰ παινέματα

νά ζήσει ὁ νεοφώτιστος καὶ νὰ γενεῖ μεγάλος
νά ‘ χει τὶς χάρες τοῦ νονοῦ ποὺ δὲν τὶς ἔχει ἄλλος

κι ἐκεῖνος, πιὰνοντας τὸ νῆμα τοῦ τραγουδιοῦ, συνέχισε

νά ‘χει τὶς χάρες τοῦ νονοῦ, σ’ ἕνα νὰ μὴν τοῦ μοιάζει
ὅταν θὰ μπαίνει στὸ χορὸ σεντὸνια μὴν τινάζει

γιατὶ ὁ νονὸς, ποὺ δὲν τὰ πολυκατάφερνε στὸ χορὸ,­­ ἀνεβοκατέβαζε τὰ χέρια του σὰ νὰ τίναζε σεντόνια ὅταν χόρευε .

«Δικοί του ἀθρῶποι, ἀπὸ ποῦ κι ὡς ποῦ;» ρώτησε ἡ Μαρία ποὺ, κατὰ πὼς φαίνεται, δὲν γνώριζε καλὰ πρόσωπα καὶ πράματα.

«Ὁ Δημητρὸς, εἶναι φιλιότσος* τοῦ πατέρα τοῦ γαμπροῦ, τοῦ Σπύρου -τοῦ πισωγλέντη ντὲ-» ἀποκρίθηκε ἡ Πελέγρα.

«Ἀμ’ ἡ συμπεθέρα του, ἡ Φρόσω, δὲ πάει πίσω» συμπλήρωσε ἡ Ἑλενάρα. «Δὲν ἔχει ἀφήσει σερνικὸ γάτη!»

Οἱ δυὸ φαρμακόγλωσσες δὲν ἔχασαν τὴν εὐκαιρία γιὰ νὰ θυμήσουν παλιὲς ἰστορίες. Γιὰ τὸ Σπύρο κάτι εἶχε ἀκουστεῖ ἀπὸ  τότε, στὰ νιάτα του, ποὺ τὸν εἴχανε βάλει ἐσωτερικὸ σ’ ἕνα ἀκριβὸ σχολειό, νὰ μάθει γράμματα καὶ τρόπους. Ὅταν γύρισε ἄρχισε τὸ σούσουρο. Μὲ τὸ κομψὸ, εὐρωπαϊκό του ντύσιμο, τοὺς λεπτοὺς τρόπους ποὺ ἔμαθε στὸ σχολειὸ καὶ τὴν πρωτευουσιάνικη μιλιά του ξεχώριζε ἀπὸ τοὺς ἄλλους νέους. Στὸ στρατὸ δὲν τὸν κρατήσανε. «Γιὰ λόγους ὑγείας» εἶπαν οἱ δικοί του, ἀλλὰ στὸ χωριὸ φούντωσαν τὰ κουτσομπολιά. Τότε ἦταν ποὺ τὸν εἴπανε πισωγλέντη καὶ τοῦ ‘μεινε. Κι ἄς παντρεύτηκε μετὰ κι ἔκανε καὶ παιδὶ. Κι ἄς μὴν ἀκούστηκε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τότε.

Ὅσο γιὰ τὴ Φρόσω, τὴ συμπεθέρα του, ὄμορφη γυναίκα, γλεντζοῦ κι ἀνοιχτόκαρδη, ἀκούγονταν διάφορα. Τὴν περνοῦσε, βλέπεις ὁ ἄντρας της κάμποσα χρόνια κι ἔβρισκαν εὐκαιρία ὄσες τὴ ζήλευαν νὰ χύσουν τὸ φαρμάκι τους. Ὅ,τι καὶ νά ‘κανε πάντως, χαλάλι της.

«Μὴν ἀλλάζετε τὴ κουβέντα» τὶς ἔκοψε ἡ Θοδώρα. «Γιὰ πές μας Μιχαλιό, τί στιχάκια εἶπε ὁ Δημητρός;»

«Στὴν ἀρχὴ, στὸ τραπέζι ἀρχίσανε τὰ παινέματα οἰ πιὸ κοντινοὶ συγγενεῖς, ξέρεις, αὐτὰ ποὺ λένε τὰ συνηθισμένα, νὰ ζήσει τ’ ἀντρόγυνο, οἱ συμπεθέροι, οἱ κουμπάροι καὶ τὰ τέτοια. Μόλις ἄρχισε ὁ Δημητρὸς οὗλοι κάνανε ἡσυχία ν’ ἀκούσουνε. Ξεκίνησε μὲ τὸ γαμπρὸ ποὺ ἔχασε τὴ μάνα του πιόπερσυ* καὶ κοντέψαμε νὰ βάλουμε τὰ κλάματα.

Γαμπρὲ νὰ μὴ λυπάσαι πιὰ
ἀμάν-ἀμὰν καὶ πάλι ἀμάν
ὁποὺ δὲν ἔχεις μάνα.

Μετὰ ὅμως εἴδαμε καὶ πάθαμε μέχρι νὰ  ξετελέψει τὸ δεύτερο στιχάκι. Ἄσε ποὺ τὸ τράβηξε καὶ παραπάνω μὲ τὸ ἀμάν-ἀμάν.

Τώρα θὰ ἔχεις μάνα σου
ἀμάν-ἀμάν καὶ πάλι ἀμάν
τὴ Φρόσω τὴ, τὴ Φρόσω τὴ
ἀμάν-ἀμάν καὶ πάλι ἀμάν
τὴ Φρόσω θά ‘χεις μάνα.

Ἡ συμπεθέρα εἶχε γίνει κόκκινη σὰν τὸ πατζάρι μέχρι νὰ τ’ ἀποσώσει. Καὶ δὲν τὸν ἔφτανε αὐτό, εἶπε καὶ γιὰ τὴ νύφη.

Νύφη γιὰ σὲνα εἶν’ ἡ χαρὰ
ἀμάν-ἀμάν καὶ πάλι ἀμάν
γιὰ σένα καὶ τὸ γλέντι.

Γιατὶ ἐπῆρες γι’ ἄντρα σου
ἀμάν-ἀμάν καὶ πάλι ἀμάν
τὸ γιὸ τοῦ Πι, τὸ γιὸ τοῦ Πι
ἀμάν-ἀμάν καὶ πάλι ἀμάν
τοῦ Πίπη τοῦ λεβέντη.

Μέχρι νὰ τὸ ξετελέψει κι αὐτὸ ὁ νονός του κόντεψε νὰ ‘πομείνει ξερός. Στὸ τέλος ὅμως τὸν ἐφίλησε ἀνακουφισμένος».

‘Εκεῖ τέλειωσε τὴν ἀφήγησή του ὁ Μιχαλιὸς καὶ κίνησε γιὰ τὸ Κατωχώρι ποὺ τὸν περιμένανε κι ἄλλες πελάτισσες. Τὰ ὑπόλοιπα, γιὰ τὸ πῶς φτάσανε στὸ γάμο, τά ‘μαθε ἡ Μαρία ἀπὸ τὶς ἄλλες ποὺ τὰ ξέρανε ἀπὸ παλιότερο ταξίδι τοῦ Μιχαλιοῦ.

« Ὁ Σπύρος, ὁ πατέρας τοῦ γαμπροῦ ἤτανε νοικοκύρης. Ἄν εἶχε κι ἕνα κουσούρι -ἄσε ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ λέανε κι ἀπὸ ζήλεια- οὔτε ὁ πρῶτος ἤτανε, οὔτε ὁ τελευταῖος. Καὶ μπορεῖ νὰ βρῆκε περιουσία ἀπ’ τὸν πατέρα του, ἔφτιαξε κι αὐτὸς. Εἶχε στὸ σταῦλο του σερνικὰ ζωντανὰ σοϊλίδικα, ξενικὰ. Εἶχε ταῦρο, ἄλογο, χοῖρο κι ἕνα τράο* μαλτέζικο, χώρια οἱ τράοι καὶ τὰ κριάρια ποὺ ‘χε στὰ κοπάδια. Οἱ χωριανοὶ  φέρνανε τὰ ζωντανὰ τους γιὰ γκάστρωμα καὶ τοῦ πληρώνανε λαστικά*. Ἔτσι μιὰ μέρα ἔφερε τὴ ζίκα* τους κι ἡ Κατερνιώ, ἡ κόρη τοῦ Κώστα, τοῦ μυλωνᾶ. Τοῦ Μανώλη τοῦ καλάρεσε  καὶ ἄρχισε νὰ τὴ γυροφέρνει. Ἐκείνη ὅμως ντράπηκε καὶ κρατήθηκε. Τὴν δεύτερη φορὰ ὄμως δἐν κρατήθηκε. Μπῆκε μαζὶ μὲ τὸ Μανώλη στὸ κελὶ κι ἔγινε τὸ κακό. Ὁ Δημητρὸς  κοιμούντανε στὸν κῶλο τοῦ κελιοῦ*, μέσα στ’ ἄχερα καὶ δὲν τὸν πήρανε χαμπάρι. Ξύπνησε ὅταν ἄκουσε τὴν Κατερνιὼ νὰ λέει μὲσ’ τὰ βογγητά: «Ἄχου Μανωλιό μου γλύκα! Δὲν τὸ ‘ξερα νὰ σοῦ ‘δωνα ἀπὸ τὰ πέρσυ!» Ἤτανε κατὰ πὼς φαίνεται στὶς μέρες της κι αὐτή, ὅπως ἡ ζίκα καὶ γκαστρώθηκε μὲ τὴν πρώτη. Μόλις τό ‘μαθε ὁ Κώστας, ὁ πατέρας της, ἔψαξε νὰ βρεῖ τὸ Σπύρο. Δὲν ἤτανε στὸ σπίτι καὶ τράβηξε γιὰ τὸ σταῦλο. Ἐκεῖ βρῆκε τὸ Δημητρό.»

«Ποῦ ‘ναι ὁ νονός σου ρὲ σύ;» τὸν ρώτησε.

«Λείπει μπαρμπα-Κώστα. Εἴντα* τόνε θὲς;» ἀποκρίθηκε ὁ Δημητρός.

«Πές μου ποῦ εἶναι νὰ πάω νὰ τόνε βρῶ»

«Πές μου εἴντα θὲς, γιὰ νὰ σοῦ πῶ κι ἐγὼ ποῦ εἶναι» πείσμωσε ὀ μικρὸς.

«Νὰ μωρὲ, γιὰ τὸ Μανώλη ποὺ γκάστρωσε τὴν Κατερνιώ», τοῦ ‘πε φουρκισμένα ὀ Κώστας.

«Νὰ σοῦ πῶ μπαρμπα-Κώστα. Γιὰ τὸν τράο καὶ τὸ χοῖρο παίρνουμ’ ἕνα δεκάρικο, γιὰ τὸν ταῦρο καὶ τ’ ἄλογο πενήντα. Γιὰ τὸ Μανώλη μας δὲν ξέρω!»

 

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

βορνὴ: βορεινή, χωράφι σὲ πλαγιὰ μὲ βόρειο προσανατολισμὸ

δὲν εἶχε πολλὰ σπίρτα: δὲν εἶχε πολὺ μυαλὸ

εἴντα: τί

ζίκα: ἡ κατσίκα

ζύα: ζυγιὰ μουσικῶν ὀργάνων (βιολὶ-λαοῦτο)

κελὶ: πετρόχτιστη ἀγροικία

κῶλος τοῦ κελιοῦ: τὸ πίσω μέρος τοῦ κελιοῦ

λαστικά: πληρωμὴ τοῦ ἐπιβήτορα, τὲλη ἐπίβασης

Πελέγρα: γυνακεῖο ὄνομα, Πελαγία

πιόπερσυ: πρόπερσυ

σοῦ ‘δωνα: σοῦ ‘δινα

στραπούντα: μεγάλος ὑφαντὸς σάκος ἀπὸ μαλλὶ κατσίκας.

τράος: τράγος

φιλιότσος: βαφτιστικὸς

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Τὸ γραφτὸ αὐτὸ, σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ προηγούμενα ποὺ φιλοξενήθηκαν στὸ ἱστολόγιο, εἶναι ἐξ ὀλοκλήρου προϊὸν δικῆς μου μυθοπλασίας. Ἐξαίρεση ἀποτελοῦν κάποιοι διάλογοι, ἀνεκδοτολογικοῦ χαρακτήρα, ποὺ ἔχω ἀκούσει στὰ Θερμιὰ καὶ δὲν ξέρω ἄν εἶναι πραγματικοὶ ἤ κατασκευασμένοι.

Κάποια ἀπὸ τὰ τραγούδια ποὺ ὑπάρχουν στὸ κείμενο (τὰ πιὸ γενικά) τραγουδιοῦνται σὲ ἀνάλογες περιστάσεις (γλέντια, γάμους καὶ βαφτίσια). Τὰ πιὸ εἰδικὰ τὰ σκάρωσα ὁ ἴδιος γιὰ τὴν περίσταση.

  1. Λεξιλογικὸ ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ λέξη λαστικὰ. Εἶναι παράγωγο τοῦ ρήματος λάνω. Γιὰ περισσότερες πληροφορίες δεῖτε: http://ift.tt/2qryqNI

 




from Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.