Η Γαλλίδα Emily Brontë και το test-άκι (άρθρο του Γιάννη Χάρη)
Αναδημοσιεύω σήμερα ένα άρθρο του φίλου Γιάννη Χάρη, που αρχικά ειχε δημοσιευτεί στην Εφημερίδα των Συντακτών το Σάββατο 18 του μηνός. Για τα θέματα αυτά έχω γράψει κι εγώ στο ιστολόγιο, αλλά ο Χάρης τα γράφει πολύ ωραία, οπότε αξίζει θαρρώ η αναδημοσίευση.
Βασικά, αν προσπεράσουμε το μαργαριτάρι με τη… Γαλλίδα Έμιλι Μπροντέ (Αγγλίδα ήταν!) το άρθρο θίγει τρία ζητήματα:
- Την τάση αρκετών να αφήνουν αμετάγραφτα τα ξένα κύρια ονόματα, στο λατινικό αλφάβητο.
- Το φαινόμενο να γράφουν κάποιοι με το λατινικό αλφάβητο λέξεις που έχουν ενσωματωθεί προ πολλού στη γλώσσα μας
- Το ακόμα πιο εξωφρενικό (κατ’ εμέ, τουλάχιστον) φαινόμενο να γράφουν κάποιοι μια λέξη κατά το ήμισυ με το λατινικό αλφάβητο, όπως το testάκι του τίτλου.
Κατά τη γνωμη μου, υπάρχουν αρκετές δικαιολογίες για να αφήσει κάποιος αμετάγραφτο ένα ξένο κύριο όνομα. Μπορεί να μην είναι σαφές το πώς προφέρεται ή μπορεί η καθιερωμένη απόδοση να μην αντιστοιχεί με την προφορά στην ξένη γλώσσα και ο συντάκτης να μη θέλει να πάρει θέση στο δίλημμα αν π.χ. η Claudia στα ελληνικά πρέπει να μεταγραφει Κλαούντια ή Κλάουντια, αν θα βάλει Κούμπρικ ή Κιούμπρικ, Τσέρτσιλ ή Τσόρτσιλ, Κίσιντζερ ή Κίσινγκερ. Προσωπικά, νομίζω πως είναι καλύτερο να μεταγράφουμε τα κύρια ονόματα σε ένα δημοσιογραφικό άρθρο, ενώ σε ένα βιβλίο πρέπει την πρώτη φορά να βάζουμε και τις δύο μορφές, π.χ.. «Όπως τόνισε ο Τζον Πέρσι (John Percie)….» για να μπορεί ο αναγνώστης αν χρειαστεί να ξέρει πώς θα ανατρέξει στη διεθνή βιβλιογραφία (και να βρει τον Percie και όχι τον Percy).
Ωστοσο, δεν βρίσκω κανεναν απολύτως λόγο να γράφουμε στο λατινικό αλφάβητο λέξεις που έχουν μπει στην ελληνική γλώσσα. Το βρίσκω μάλιστα και παραπλανητικό διότι αν π.χ. γράψεις «επιδόθηκε σε συνεχή sabotage εναντίον του προϊσταμένου του», πώς θα το προφέρεις; Με ζ παχύ σαν τη Ντόρα Μπακογιάννη; Ή με ζ ελληνικό; Αν το προφέρεις με ζ ελληνικό πρέπει να το γράψεις και με ελληνικά στοιχεία.
Εξίσου αδικαιολόγητες βρίσκω τις υβριδικές γραφές του τύπου googleάρω ή testάκι. Το να φτιάξει μια δάνεια λέξη παράγωγα χρησιμοποιώντας ελληνικά επιθήματα και προθήματα, είναι η ανώτατη απόδειξη της απόλυτης ενσωμάτωσής της στη γλώσσα -αυτή την ενσωμάτωση θα έρθουμε να την αναιρέσουμε γράφοντας τη μισή λέξη στο λατινικό αλφάβητο; Είναι κωμικό (αν και ευτυχώς δεν έχω δει ακόμα τέρατα τύπου *χασοgoalης!)
Και ύστερα απ’ αυτόν τον όχι και τόσο σύντομο πρόλογο, ας δούμε το άρθρο του Γιάννη Χάρη:
Η Γαλλίδα Emily Brontë και το test-άκι
«Θα μιλήσουμε για την Έμιλυ Μπροντέ· δεν ξέρω γαλλικά, αλλά θα κάνω πως ξέρω: Έμιλυ Μπγοντέ…» έκανε χαριτωμένα ο παρουσιαστής, μ’ ένα κλειστό, γαλλικοφανές έψιλον στο επίθετο· «Αγγλίδα είναι» τον έκοψε ο παρουσιαζόμενος.
Η σκηνή, που μου την επισήμανε με μέιλ του φίλος αναγνώστης, διαδραματίστηκε στην εκπομπή «Στάση ΕΡΤ», η οποία μας απασχόλησε πρόσφατα, όταν παρουσίασε το πόνημα μιας μαθήτριας της «σχολής» Άδωνη, έκδοση οίκου που μας χαρίζει Κωνσταντίνο Πλεύρη και διάφορους άλλους «γνήσιους Έλληνες». Τώρα (2/3) παρουσιαζόταν ο σκηνοθέτης Γιάννης Καλαβριανός, που διασκεύασε τα Ανεμοδαρμένα ύψη της Έμιλυ Μπροντέ. Να μην το ήξερε το κλασικό αυτό έργο ο παρουσιαστής (Ανδρέας Ροδίτης); Δεν νομίζω· θα το ήξερε, θα το είχε ακουστά, κι αυτό και τη συγγραφέα του· απλώς μπορεί να μην ήξερε πως είναι Αγγλίδα: αλλά τότε δεν είχε φροντίσει να μάθει τα πλέον στοιχειώδη για την εκπομπή που ετοίμαζε; Ή δεν την ετοίμαζε; Κι είχε μπροστά του ένα χαρτί με ονόματα και τίτλους, που τα διάβαζε πρίμα βίστα, εκείνη την ώρα; Και τότε, αναρωτιέμαι, και περνάω στο θέμα μου, μήπως ήταν λατινικά γραμμένο το όνομα π.χ. της Μπροντέ: Emily Brontë, μ’ αυτά τα περίεργα διαλυτικά στο τέλος, που του φάνηκαν κάτι σαν τη γαλλική οξεία;
Τα λατινόγραπτα ονόματα με έχουν απασχολήσει πολλές φορές, αυτή η τάση που οφείλεται συχνά σε επιστημονική σχολαστικότητα, άλλοτε σε απλή ξενομανία, ίσως σε μια αθώα παρανόηση ότι τα ξένα μένουν, άρα και γράφονται, πάντα ξένα. Υπάρχει πάντα κάποια λογική πίσω απ’ όλα αυτά, το θέμα είναι ότι άλλοτε διαιωνίζουν ή προκαλούν εσφαλμένη προφορά: «Κίρκεγκαρντ» γράφουν συχνά τον Κίρκεγκωρ (Kierkegaard), «Ντεσκάρτ» τον έχει σ’ ένα βιβλίο, κι όχι μόνο μία φορά, τον Ντεκάρτ (Descartes) κάποιος βραβευμένος μάλιστα μεταφραστής, «Φουρτβάνγκλερ» άκουσα εμβρόντητος να λέει πρόσφατα στο Τρίτο επαγγελματίας μουσικός τον Φουρτβαίνγκλερ (Furtwängler)· το βασικότερο: δεν μεταδίδουν τη στοιχειώδη πληροφορία, για κάποιον που πρωτοσυναντά ένα όνομα –και θέλει να ξέρει τι διαβάζει, πώς θα μιλήσει έπειτα γι’ αυτόν που διάβασε, πώς θα αναζητήσει ένα βιβλίο, δίσκο του κτλ.
Στα όρια του κωμικού, η άγνωστη προφορά του ονόματος ενός θεατρικού συγγραφέα, που έργο του είδαμε πριν από πέντε χρόνια (Fucking games), άγνωστη ακόμα και στους συντελεστές της παράστασης, όπως ξανάγραφα: Grae Cleugh βλέπαμε παντού, από τη μαρκίζα του θεάτρου ώς τις εφημερίδες: «Κλυ», με κλειστό –υ, έλυσε την απορία ο ίδιος ο συγγραφέας όταν ήρθε στη χώρα μας.
Και πώς να προφέρεται ο Ryszard Nieoczym, «σκηνοθέτης της ενδιαφέρουσας, φαίνεται, παράστασης The sky up above», αναρωτιόταν και η ίδια η κριτικός που τον ανέφερε. Πώς να ξέρει κανείς ότι προφέρεται Γιέλμσλεβ ο Δανός γλωσσολόγος Hjelmslev και Ντόνοχιου ο Ιρλανδός κριτικός Denis Donoghue;
Αντί λοιπόν για τη στοιχειώδη υποχρέωσή μας για τη μετάδοση της στοιχειώδους πληροφορίας, αρχικά· αντί για τη δεξίωση στη γλώσσα μας και τη μονιμοποίηση έπειτα αυτών που μας προσφέρουν τη μουσική τους, την ποίησή τους, την επιστήμη τους κ.ο.κ., τους κρατούμε πάντοτε απέξω –συχνά και σε αλφάβητο άλλο από της γλώσσας τους: Tchekhov, Prokoviev, Mayakovsky κτλ.
Νεότερη τάση, που συμπίπτει και προφανώς συνδέεται με γενικότερες λογιόστροφες καθαριστικές τάσεις, είναι να γράφονται με λατινικά στοιχεία λέξεις που έχουν ενσωματωθεί προ πολλού στη γλώσσα μας: «ένα πραγματικό bijoux», «ο δημοσιογράφος υποστηρίζει ότι embargo δεν υπήρχε», «μοιράζει prospectus με οδηγίες χρήσης», σε τίτλο: «Πολιτική assortie με σεξουαλικά σκάνδαλα», και πάλι σε τίτλο: «Τα ωραία πλάνα και το sabotage», ή το stress, το album και το test.
Το test λοιπόν, αλλά και το test-άκι! Άλλη κατηγορία αυτό, άλλο σκαλί: μια λέξη τώρα που επίσης έχει αποκτήσει υπηκοότητα ελληνική, δίνει μάλιστα και παράγωγα, υποκοριστικό εν προκειμένω, στιγματίζεται ξαφνικά σαν ξένη, και μπάσταρδο το παιδί της.
Ακόμα πιο γόνιμη στάθηκε στα εδάφη μας η λέξη ροκ: ροκάς-ροκάδες, ροκιά, ροκάρω, κι όμως διαβάζω τίτλο: «Όταν η Θύρα 13 rockάρει»! Ενώ «Hollywoodιανός αστέρας απολαμβάνει τον ήλιο της Ελλάδας»!
Σχετικά πρόσφατο δάνειο είναι ο κόουτς (coach), με πολλά ατού (atouts: ναι, κι αυτό το είδα κάπου) υπέρ του: είναι δισύλλαβο, έναντι του 4σύλλαβου προπονητή και της 5σύλλαβης προπονήτριας, κυρίως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προσφώνηση: καλημέρα, κόουτς κτλ., ενώ κανένας δεν μπορούσε να πει και δεν έλεγε ποτέ: «καλημέρα, προπονητή» κτλ. Έτσι, ενσωματώθηκε γρήγορα, δίνοντας και παράγωγα: κοουτσάρω, κοουτσάρισμα· όμως διαβάζω πως «μητέρα coachάρει την κόρη της».
Ίδια είναι και τα internet-ικός, googleάρω κ.ά., παράγωγα κι αυτά νεότερων δανείων, με ευρύτερη χρήση.
Μοιάζει τραγελαφικό και οξύμωρο, να είναι ευρύχωρη και δημιουργική η γλώσσα, και οι ίδιοι οι φορείς και χρήστες της εντέλει φοβικοί.
from Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου