Ο Γεώργιος Σουρής εχθρός της μοναρχίας (άρθρο του Νίκου Σαραντάκου)
Ποιανού Νίκου Σαραντάκου όμως; Αν ήταν δικό μου δεν θα το επισήμαινα, βέβαια. Είναι ένα άρθρο του παππού μου, του επίσης Νίκου Σαραντάκου του Δημητρίου (πρέπει να πάμε στο μητρώνυμο για να ξεχωρίσουμε, την προγιαγιά μου τη λέγανε Ισαβέλλα), που το έγραψε τις μέρες πριν από το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 1974 -δημοσιεύτηκε στην Αυγή στις 7 Δεκεμβρίου, την παραμονή του δημοψηφίσματος.
Δεν νομίζω βέβαια το άρθρο για τους αντιμοναρχικούς στίχους του Γ. Σουρή να βάρυνε ιδιαίτερα στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, και δεν είναι γι’ αυτό τον λόγο που το αναδημοσιεύω σήμερα. Αν έχει κάποιαν επικαιρότητα αυτό το άρθρο, είναι επειδή προχτές είχαμε τα 40 χρόνια από τον θάνατο του παππού μου, ενώ φέτος συμπληρώνονται (σε λίγες μέρες, μάλιστα) 120 χρόνια από τον πόλεμο του 1897, ένα γεγονός που έδωσε στον Σουρή την ευκαιρία για τσουχτερή αντιβασιλική σάτιρα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 60 ανατυπώθηκε και κυκλοφόρησε ξανά ο Ρωμηός του Σουρή και το εκδοτικό αυτό τόλμημα στέφθηκε με επιτυχία διότι η έκδοση, όπως διάβασα, εξαντλήθηκε. Ο πατέρας μου, που ήξερε πως ο παππούς μου αγαπούσε πολύ τον Σουρή, αγόρασε μια σειρά (εφτά τόμοι ήταν) και του τη χάρισε.
Στο άρθρο που θα διαβάσετε, εξαιτίας των περιορισμών χώρου της εφημερίδας, δίνονται μικρά αποσπάσματα από τα ποιήματα. Μια και τα ηλεδάση είναι απέραντα, το δικό μας μέσο δεν έχει τέτοιους περιορισμούς, οπότε συμπλήρωσα τα αποσπάσματα και κάνω και μερικά ακόμα σχόλια. Οι δικές μου προσθήκες είναι με κόκκινο χρώμα.
Ο Γεώργιος Σουρής εχθρός της Μοναρχίας
ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΣΑΤΙΡΑΣ
Ο Σουρής παραμένει χωρίς αμφιβολία και σήμερα ακόμα ο Έλληνας ποιητής που τα ποιήματά του τα διαβάζουν όλοι οι Έλληνες γραμματισμένοι και αγράμματοι.
Επί 36 ολόκληρα χρόνια χωρίς διακοπή, πράγμα που αποτελεί ρεκόρ για ελληνική εφημερίδα ο»Ρωμηός («εφημερίς που τη γράφει ο Σουρής», γραμμένη έμμετρα από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς να εξαιρούνται ούτε οι ημερομηνίες, ο αριθμός του φύλλου και οι μικρές αγγελίες), διαβαζόταν σ’ όλη την Ελλάδα, ελεύθερη και υπόδουλη, και στις παροικίες των ομογενών, σε πόλεις και χωριά, σε καφενεία και σε μπακάλικα, δυνατά για να τον απολαμβάνουν και οι αγράμματοι.
(Για να γίνω ψείρας, διακοπές υπήρξαν, δύο: για λίγους μήνες το 1883-4 όταν ο Σουρής διέκοψε την έκδοση για να δώσει εξετάσεις για το πτυχίο της Φιλοσοφικής, όπου «απερρίφθη μετά πολλών επαίνων, και το 1916 μετά το νοεμβριανό πογκρόμ).
Ο Σουρής, σαν τυπικός εκπρόσωπος του μέσου Έλληνα, του βέρου Ρωμηού, με την έμφυτη τάση για πολιτικολογία και κριτική των Κυβερνώντων και με σκωπτική διάθεση για τα παράξενα ή παράνομα καμώματα των μεγαλουσιάνων, ποτέ δεν τα πήγε καλά με το παλάτι και τους Βασιλιάδες δηλαδή κυρίως με το Γεώργιο Α’, που το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του συμπίπτει με την περίοδο της εκδόσεως του «Ρωμηού». Όσο για τον Κωνσταντίνο, αυτός στάθηκε πολλές φορές αντικείμενο σάτιρας του Σουρή και σαν διάδοχος και αργότερα σαν βασιλιάς.
Ο Σουρής ήταν ο προοδευτικός Δημοκράτης σε μια εποχή που η Ευρώπη είχε μονάχα δύο Δημοκρατίες, αλλά τέσσερις Αυτοκρατορίες και δεκατέσσερα βασίλεια, χωρίς να λογαριάσουμε τους διακόσιους κληρονομικούς ηγεμονίσκους της Γερμανίας. Τότε στην Ελλάδα, μονάχα ο Ρόκκος Χοϊδάς, ο Φιλήμων και 2 – 3 άλλοι ακόμα, τολμούσαν να μιλούν για Αβασίλευτη Δημοκρατία, ο Σουρής όμως έγραφε:
Μακράν του Ρόκκου Χοϊδά κακούργοι εστεμμένοι
αγχόνη και παλούκωμα δεινόν σας περιμένει
Ο κόσμος εις την πτώσιν σας τας χείρας θα κροτήσει
κι οι τόσοι αρχιτρίκλινοι μ’ εμέ θα γίνουν ίσοι
κι οι τόσες οι πριγκήπισσες κι οι άλλες οι φακλάνες
θε νάρθουνε στο σπίτι μου να γίνουν παραμάνες!
*
Η Ρωσίδα γυναίκα του Γεωργίου του Α’ εκτός από την απολυταρχική νοοτροπία της, ήταν γνωστή σαν μπεκρού και γλεντζού γυναίκα. Κάποτες ήρθε στον Πειραιά ο ρωσικός στόλος κι η βασίλισσα, σε μια δεξίωση που έγινε στην Ναυαρχίδα, δημιούργησε με τα μεθύσια της και τους εκτραχηλισμούς της, σοβαρό σκάνδαλο. Ο Σουρής έγραψε τότε (Ρωμηός Νο 576, 25.1.1897):
Κυρά Γιώργαινα γυρίστρα, Κυρά Γιώργαινα μπεκρού
θα γενείς πομπή του κόσμου του μεγάλου και μικρού
κυρά Γιώργαινα να λείψουν τα μεθύσια τα πολλά
κυρά Γιώργαινα σου λέω δεν στεκόμαστε καλά.
Το ποιήμα αυτό του Σουρή έκανε πάταγο. Ολος ο κόσμος τόμαθε και τόλεγε απ’ έξω. Οι αρχές θορυβήθηκαν και εκινήθη ο Εισαγγελεύς κατά του Σουρή.
Αυτός όμως ισχυρίσθη ότι τόγραψε για τη γυναίκα του (καθώς λεγόταν και κείνος Γιώργος) και στο επόμενο φύλλο του Ρωμηού (Νο 577, 1-2-97) έγραφε:
(Η γυναίκα του)
Γιώργη ν’ αλλάξεις όνομα, Γιώργη να μη σε λένε
που κάνεις τα ματάκια μου μερόνυχτα να κλαίνε.
(Τα παιδιά του)
Μπαμπά για κοίταξε κι εμάς που τρέχουμε σιμά σου
μπαμπά ν’ αλλάξεις όνομα, Δημήτρης ονομάσου.
*
Βρισκόμαστε στα 1897. Λίγο αργότερα ξέσπασε ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος στον οποίο μπήκαμε απροετοίμαστοι, με επικεφαλής μιαν ανίκανη και διεφθαρμένη πολιτική ηγεσία και με αρχηγό του Στρατού έναν αδαή και μικρόνοα Συβαρίτη: τον διάδοχο Κωνσταντίνο.
Ο πόλεμος γρήγορα εξελίχθηκε σε καταστροφή. Οι Τούρκοι διέσπασαν το μέτωπο, μπήκαν στον Τύρναβο και χωρίς να ρίξουν τουφεκιά, πήραν την Λάρισα. Κατόπιν προωθήθηκαν προς τον Βόλο και τα Φάρσαλα. Προσπάθεια να αναχαιτισθούν στο Δομοκό απέτυχε. Ανοιξε ο δρόμος για τη Λαμία…
Ο Σουρής έγραψε τότε (Ρωμηός Νο 587, 26.4.97):
-Τους είδα τους κιαλάρησα
Στρατάρχαι κι Αρχηγοί
παραίτησαν τη Λάρισα
κι έφυγαν σα λαγοί
-Τους είδ’ αυτούς που ξέρουν
τα γαλλικά φαρσί
στα Φάρσαλα να φέρουν
τη Νίκη τη Χρυσή
Τα είδα και τα μακάρισα
τα μούτρα τα χρυσά
που χάρισαν τη Λάρισα
εις τον Ετέμ Πασά.
Κι αυτός μ’ αυτούς τα χάνει
και τον σταυρό του κάνει
κι έλεγε με σεκλέτι
«Χριστέ και Μουχαμέτη,
φώτισ’ τους να’ρθουν πίσω
γιατ’ είναι και ντροπή,
σε με τον τσελεπή,
μια πόλη να πατήσω
χωρίς να πολεμήσω».
Τι θρήνος και τι κρότος
της ματωμένης γης
κι έφευγε πρώτος πρώτος
ο γίγας της φυγής. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος βεβαίως
Και μες την καταιγίδα
και της φυγής τον σάλον
βλέπω την αλουργίδα
πρώτην προ των Φαρσάλων.
Κι έψαλα το μεγαλείον
ανδρικής φυγής κι ευστόχου…
Ω λαμπρόν επιτελείον
του κυρίου Διαδόχου.
Τρέχουν τρέχουν Περικλέτο γυναικόπαιδα στον δρόμο
πεθαμέν’ από τον τρόμο
και στη θλίψη και στον πόνο τόσου κόσμου και στρατού
έβλεπες Επιτελείς
και λακέδες της Αυλής
να μαζεύουν τα σαχάνια δαφνηφόρου νικητού.
*
Μην ακούτε μήτε κλάμα, μήτε τόσο βογγητό,
μην κοιτάτε σκορπισμένο τον λεβέντη τον στρατό,
γι’ αυτούς που’μειναν στους δρόμους μια πεντάρα μη σας μέλει,
ο ραγιάς ο σιχαμένος τέτοιος είναι τέτοια θέλει.
Τους ραγιάδες φασκελώστε και σ’ αυτούς δεν πέφτει λόγος
και τα μάτια σας γαρίδα μη χαθεί κανένας μπόγος.
Παραιτήστε πολυβόλα,
πυρομαχικά και τάπιες…
πάρτε κάθε κατσαρόλα,
μην ξεχνάτε και τις πάπιες.
Του πολέμου τα στεφάνια
φασκελώστε τώρα πια…
σώστε μόνο τα σαχάνια
σώστε μόνο τα παπιά,
μεσ’ στα Φάρσαλα να πάμε
κι εκειπέρα να τα φάμε.
Εις τα Φάρσαλα, παιδιά μου,
να σας έχω στην καρδιά μου,
για τις πάπιες να μιλούμε
και για γλέντια μας πολλά,
κι από κει να περγελούμε
τον Ετέμ τον Τουρκαλά.
Στης Λαρίσης το παλάτι
την παντιέρα του στηλώνει,
και θαρρεί πως κάνει κάτι
και θαρρεί πως μας θυμώνει.
Κι αν την έστησε και τι;
ο χορός καλά κρατεί…
όλα τ’ άλλα τα πετούμε,
τα παπιά δεν παραιτούμε,
κι έλα, Τουρκαλά χαζέ,
να σου δώσουμε μεζέ.
(…)
Κι αν ορμών εκ της Λαρίσης
έως κάτω προχωρήσεις
δεν θα πει κανείς για σε
επινίκεια μεγάλα,
μα για μας τους ευγενείς
είναι νίκη κι η φευγάλα.
Η σάτιρα του Σουρή δήθεν παινεύει την «ανδρική και εύστοχο» φυγή και με τον τρόπο αυτό ίσως είναι πιο καυστική απ’ ό,τι αν κατευθείαν στηλίτευε την υποχώρηση. Ο Ξενόπουλος, θαρρώ, θυμάται στα Απομνημονεύματά του ότι αυτό το τεύχος του Ρωμηού έγινε ανάρπαστο. Πολύ σχολιάστηκε και το εξής τετράστιχο, δήθεν μήνυμα του Κωνσταντίνου προς τον Γεώργιο:
Κι έγραψεν από κει πέρα
το παιδί προς τον πατέρα:
«Μον σhερ παπά Mon cher papa, je ne sais pas que faire ici =
ζε νε σε πα Αγαπητέ μου μπαμπά δεν ξέρω τι να κάνω εδώ
κε φερ ισί….
τι λες και συ;
Η μάχη του Δομοκού χάθηκε παρά τη μεμονωμένη κι’ επιτυχή αντίσταση τμήματος του Στρατού, με διοικητή τον Σμολένσκη. Το σύνθημα της φυγής τόδωσε ο ίδιος ο Διάδοχος.
Ο Σουρής έγραψε σχετικά (Ρωμηός Νο 589, 10.5.97):
Πολεμικά μηνύματα
είδος τηλεγραφήματα
-Εκ Δομοκού: Πυρ ομαδόν και συμπλοκή μεγάλη
ο δε κλεινός Διάδοχος, το ξίφος αναπάλλων
από μακράν εκοίταζε το φονικόν με κιάλι
καθώς κι εκείνην έβλεπε την μάχην των Φαρσάλων.
Κι ενώ συνεκλονίζετο με γδούπους κάθε γη
μια κόρη σαν θεόπνευστος που λέγεται Φυγή,
και πάλιν τον ενέπνευσε τον ρέκτην Αρχηγόν
εκείνων των φυγών
κι ορμά ξιφήρης
ανδρείας πλήρης
πετά το κιάλι
κι εδώ παν κι άλλοι
*
Αλλά κι η γυναίκα του Κωνσταντίνου η περιβόητη Σοφία, αδελφή τού Κάιζερ Γουλιέλμου Β’ έχει το μερίδιό της στην καυστική σάτιρα του Σουρή, που στο Ρωμηό της 28.10.1917 (φ. 1408) την αποκαλεί ξεκάθαρα Γερμανίδα, εχθρά της Ελλάδος:
Λένε πως ήτανε σωστό της Γερμανίας θρέμμα
κι έβραζε πάντα μέσα της το των Χοεντζόλλερν αίμα
Κι ήταν μονάχη σκέψη της, μόνη φροντίς και κόπος της
ο Κάιζερ και ο τόπος της
……………………………………………
Μα θαρρώ πως τώρα πλέον,
μοναρχών και βασιλέων
θα μαζέψουν τα λουριά
Και ζυγούς θ’ αποτινάξουν
οι Λαοί και θα φωνάξουν
χαίρε ω χαίρε λευθεριά
Θα λείψει κάθε μάχη
στου κόσμου τον κλαυθμώνα
Και θαρθουν νέοι χρόνοι
όπου κανείς δε θάχει
πατέρα με κορώνα
και μπάρμπα στην Κορώνη.
Δεν μας μένει παρά να ευχηθούμε: Άμποτε!
from Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου