Γιάννης Πετρίδης «Δεν ήταν ποτέ όνειρό μου να γίνω δημόσιος υπάλληλος»
Ο Γιάννης Πετρίδης είναι ένας από τους θρυλικούς παραγωγούς ραδιοφώνου στη χώρα μας.
Η εκπομπή του στο 2ο Πρόγραμμα της ΕΡΤ μεταδίδεται εδώ και 35 χρόνια από τις 16.00 ως τις 17.00. Τον τελευταίο καιρό συνεχίζει την εκπομπή του στο 3ο Πρόγραμμα από τις 17.00 ως τις 18.00. Εχοντας «μυήσει» μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων στην καλή ξένη μουσική, συνεχίζει να σαγηνεύει τους ακροατές που διψούν για ποιοτικό τραγούδι. Από τον περασμένο Ιούνιο κάνει τις εκπομπές του χωρίς να αμείβεται, δεδομένου ότι ανήκει στους συμβασιούχους της ΕΡΤ που βρέθηκαν εκτός της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και αναμένουν με αγωνία την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου που θα ανοίξει τον δρόμο για την επιστροφή τους… αν βέβαια περιλαμβάνονται σε όσους επιστρέψουν.
_ Τι γίνεται στην ΕΡΤ,
κύριε Πετρίδη;
«Δεν έχω καταλάβει. Δεν ξέρω τι γίνεται. Είμαστε σε μια στασιμότητα και περιμένουμε όλοι… κάτι».
_ Τι θα ελπίζατε να γίνει;
«Θα ήθελα να έβλεπα την ΕΡΤ ως απάντηση σε αυτή την άσχημη τηλεοπτική σεζόν που, όπως όλα δείχνουν, έρχεται στα ιδιωτικά κανάλια με όλα αυτά τα μαγειρέματα και τα λοιπά ριάλιτι. Πρέπει πολύ σύντομα να ληφθούν οι αποφάσεις ώστε η ΕΡΤ να μπορέσει να λειτουργήσει ως μηχανισμός αντίστασης σε αυτή την επέλαση του ευτελούς».
_ Τι πιστεύετε ότι εμποδίζει την ΕΡΤ να είναι η απάντηση σε αυτόν τον ορυμαγδό;
«Πιστεύω ότι είναι η οικονομική κατάσταση που αντιμετωπίζει η χώρα. Και ίσως επικρατεί και στην ΕΡΤ η φιλοσοφία “να περικόψουμε ό,τι μπορούμε, και για όσο μπορούμε”. Ισως γι' αυτόν τον λόγο καθυστερεί η ανάθεση εκπομπών σε παραγωγούς. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον άλλον λόγο. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι υπάρχει σχέδιο απαξίωσης της ΕΡΤ».
_ Η ΕΡΤ όμως έχει εξασφαλισμένα έσοδα μέσω του ανταποδοτικού τέλους.
«Απ' ό,τι διαβάζω έγιναν μεγάλες σπατάλες τα τελευταία χρόνια. Και αυτό ίσως έχει οδηγήσει στην αντίθετη εντελώς κατάσταση, όπου προσπαθούν να περικόψουν όσο μπορούν τα έξοδα. Το κακό είναι ότι έχουν φύγει πολύ αξιόλογοι άνθρωποι, χωρίς τους οποίους δεν γίνεται πρόγραμμα, ούτε τηλεοπτικό ούτε ραδιοφωνικό».
_ Πώς είναι δυνατόν να είστε ακόμη συμβασιούχος στην ΕΡΤ;
«Στο παρελθόν είχα αρκετές προτάσεις για μονιμοποίηση. Δεν τις δέχθηκα επειδή δεν ήταν ποτέ όνειρό μου να γίνω δημόσιος υπάλληλος. Εκείνο που με ενδιέφερε περισσότερο ήταν να κάνω τις εκπομπές μου και να διατηρώ την επαφή μου με τον κόσμο παρά μια θέση που θα μου έδινε ίσως την ευκαιρία να κάνω και κάποια άλλα πράγματα».
_ Ξαφνικά όμως βρίσκεστε εκτός ΕΡΤ και τους τελευταίους μήνες εργάζεσθε αμισθί.
«Αυτό το έκανα επειδή θεωρώ τον εαυτό μου υποχρεωμένο απέναντι στους ακροατές. Είδα ότι υπήρξε μια έντονη αντίδραση, την οποία δεν περίμενα, όταν σχεδόν αποχαιρετούσα τους ακροατές τον περασμένο Ιούνιο. Αυτή η αντίδραση με έκανε να σκεφτώ τα πράγματα και να διαπραγματευθώ με τη διοίκηση της ΕΡΤ για να βρεθεί ένας τρόπος να κρατήσω αυτή την επαφή με τους ακροατές. Καταλαβαίνω ότι δεν μπορούσε να γίνει εξαίρεση. Επίσης ένιωθα και μια υποχρέωση απέναντι σε μια εταιρεία με την οποία συνεργάζομαι επί 35 χρόνια και μάλιστα με αμοιβές τυπικές. Να φανταστείτε ότι κάθε φορά που ερχόταν κάποιος και ζητούσε μεγάλες αμοιβές, του έλεγαν: “Ξέρεις πόσα παίρνει ο Πετρίδης;”. Ηθελα λοιπόν να μη χάσω αυτή τη συνέχεια. Ως τώρα, όσες κυβερνήσεις και αν πέρασαν, όσες διοικήσεις και αν άλλαξαν, δεν φτάσαμε στο σημείο να σταματήσω να κάνω τις εκπομπές μου».
_ Είχατε προτάσεις από ιδιωτικούς σταθμούς;
«Είχα κάποιες προτάσεις και από την ιδιωτική ραδιοφωνία, αλλά θεωρώ τους ακροατές μου ένα ειδικό ακροατήριο που θα είναι δύσκολο να βρω σε έναν ιδιωτικό ραδιοφωνικό σταθμό».
_ Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με ραδιοφωνικό στούντιο;
«Ηταν όταν υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία στη Λάρισα, όπου για να μπορέσω να κάνω και εγώ κάποιες κοπάνες από τις ασκήσεις όταν ο διοικητής μάς ρώτησε τι άλλο μπορούμε να κάνουμε απάντησα ότι ξέρω από μουσική και θα μπορούσα να κάνω μια εκπομπή. Ολα αυτά στα τέλη της δεκαετίας του '60. Βρέθηκα λοιπόν να κάνω εκπομπή στον σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων της Λαρίσης, αυτή ήταν η ονομασία του σταθμού. Εκεί ξεκίνησα ένα πρόγραμμα με τραγούδια του ξένου ρεπερτορίου εκείνης της εποχής. Ηταν η εποχή που μεσουρανούσαν οι Rolling Stones, οι Mamas and Papas κ.λπ. Τραγούδια που δεν ακούγονταν πολύ στο ελληνικό ραδιόφωνο, επειδή εκείνη την εποχή ήταν τόσο σπουδαίο το ελληνικό τραγούδι που το ξένο δίκαια ίσως ήταν σε δεύτερη μοίρα. Οι εκπομπές μου άρεσαν και από μία φορά την εβδομάδα έγιναν σχεδόν καθημερινές και μπορούσα και εγώ να κάνω πιο συχνά κοπάνες».
_ Στη συνέχεια;
«Το 1975 ξεκίνησα στη δημόσια ραδιοφωνία την εκπομπή μου, που συνεχίζεται ως σήμερα. Ηταν η εποχή που ο Μάνος Χατζιδάκις είχε αναλάβει διευθυντής όλου του ραδιοφώνου. Ηθελε να κάνει τις πρώτες ζωντανές εκπομπές γιατί ας μην ξεχνάμε ότι ως τότε ζωντανό ραδιόφωνο δεν υπήρχε γιατί καθετί που λεγόταν στο ραδιόφωνο έπρεπε να εγκριθεί από την αρμόδια επιτροπή».
_ Κάνατε πάντα εκπομπές με ξένο ρεπερτόριο. Γιατί;
«Μεγάλωσα στην Ελλάδα της δεκαετίας του '60, μια εποχή που και το ξένο τραγούδι ήταν στην καλύτερή του φάση αλλά και το ελληνικό τραγούδι ζούσε τις καλύτερες μέρες του με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη και τους υπόλοιπους μεγάλους συνθέτες. Μου άρεσε να ακούω τα πάντα. Ως ραδιοφωνικός παραγωγός προτίμησα το ξένο ρεπερτόριο επειδή εκείνη την εποχή στο ελληνικό τραγούδι υπήρχε ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς που έχει αφήσει εποχή και ευτυχώς συνεχίζει ακόμη, ο Γιώργος Παπαστεφάνου, που κάλυπτε απόλυτα το ελληνικό ρεπερτόριο. Δεν ήθελα να λοιπόν να ανταγωνιστώ τον Παπαστεφάνου, γι' αυτό και επέλεξα το ξένο».
_ Ποια είναι η άποψή σας για την ξένη μουσική σήμερα;
«Η μουσική είναι μια μεγάλη πίτα που περιλαμβάνει και το εξαιρετικό και το ευτελές και το μέτριο τραγούδι. Εκείνο που έχω παρατηρήσει είναι ότι το κομμάτι του ευτελούς τραγουδιού ήταν πολύ μικρότερο παλαιότερα απ' όσο είναι σήμερα. Αναφέρομαι και στο ξένο και στο ελληνικό τραγούδι. Παλαιότερα ακόμη και οι επιτυχιούλες της στιγμής διέθεταν κάτι που σε έκανε να σκέφτεσαι. Τώρα επικρατεί μια βιομηχανοποιημένη κατάσταση και στο ξένο και στο ελληνικό τραγούδι, που αποδεικνύει ότι και η μουσική δεν έχει πια τίποτε περισσότερο να δώσει. Εχω την άποψη ότι αυτό που λέμε ροκ ή παλαιότερα τζαζ κλείνει τον κύκλο του ύστερα από κάποια χρόνια. Αυτό έχει γίνει ήδη με την ξένη μουσική. Εχει κλείσει τον κύκλο της και αυτό που ακούμε τώρα δεν είναι κάτι που είναι πρωτότυπο, αλλά αντίγραφα παλαιότερων ακουσμάτων, με ελάχιστες βέβαια εξαιρέσεις».
_ Ποιον ρόλο έχουν παίξει τα μίντια σε αυτή την κατάσταση;
«Πολύ μεγάλο. Ετσι όπως έχουν εξελιχθεί τα μίντια, τα τελευταία 20-25 χρόνια διεθνώς η προώθηση καλλιτεχνών γίνεται περισσότερο με βάση την εμφάνισή τους παρά τη μουσική τους. Πολύ δύσκολα σήμερα ένας τραγουδιστής όπως ο Ρόι Ορμπινσον, ένας καταπληκτικός τραγουδιστής, θα μπορούσε να κάνει επιτυχία στις μέρες μας, επειδή ήταν άσχημος».
_ Και πώς εξηγείτε την τεράστια επιτυχία της Lady Gaga, μιας γυναίκας όχι ιδιαίτερα όμορφης;
«Φαίνεται όμως πόσο άσχημη είναι; Δεν φαίνεται. Είναι τόσο εξτρίμ οι εμφανίσεις της και αλλάζουν διαρκώς που μέσα σε έναν χρόνο έχει ξεπεράσει όλα όσα έχει κάνει η Μαντόνα σε όλη της την καριέρα. Η Μαντόνα θα πρέπει να τη βλέπει και να λέει: “Μα τι είναι αυτό πια;”. Βέβαια η Μαντόνα έπαιξε μεγάλο ρόλο στην “μαντονοποίηση” των σύγχρονων τραγουδιστριών σε όλον τον πλανήτη».
_ Ακόμη και των Ελληνίδων...
«Βέβαια. Ολες οι τραγουδίστριες, ακόμη και από το λαϊκό τραγούδι, που διαθέτουν τη φωνή και θα μπορούσαν να τραγουδήσουν καλά λαϊκά τραγούδια θέλησαν να γίνουν Μαντόνες γιατί έβλεπαν ότι προς τα εκεί πάει η διάθεση του κόσμου. Θα 'θελα να πω κάτι για το ελληνικό τραγούδι. Αυτό που δυστυχώς συμβαίνει σήμερα στο ελληνικό τραγούδι είναι μια επιστροφή σε μια κατάσταση πριν από την εποχή Χατζιδάκι - Θεοδωράκη. Αυτοί οι δύο συνθέτες και όλοι οι απόγονοί τους όχι μόνο ανανέωσαν το ελληνικό τραγούδι αλλά έκαναν την Ελλάδα υπερήφανη με τη μουσική τους και τα τραγούδια τους. Πριν από αυτούς το τραγούδι που κυριαρχούσε ήταν το ελαφρό. Υπήρχε και το λαϊκό, αλλά ήταν περιορισμένο σε ένα συγκεκριμένο κοινό. Επικρατούσε λοιπόν το ελαφρό τραγούδι που ουσιαστικά ήταν ένα αντίγραφο του ευρωπαϊκού τραγουδιού της εποχής εκείνης. Επί 30 χρόνια μετά την εμφάνιση του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη ζήσαμε τα καλύτερα πράγματα στο ελληνικό τραγούδι. Σιγά-σιγά μετά τη δεκαετία του '80 με τα ελληνάδικα και όλο αυτό στυλ το μοντέρνο και το χορευτικό έρχεται η απαξίωση όλου αυτού του τραγουδιού και αυτή τη στιγμή ακούμε να κυκλοφορεί ό,τι πιο φτηνιάρικο. Υπάρχουν ελάχιστες εξαιρέσεις καλλιτεχνών που σε διάφορα είδη κάνουν σημαντικά πράγματα, αλλά νομίζω ότι σιγά-σιγά κι αυτοί πηγαίνουν στην άκρη».
_ Πόσο έχει επηρεάσει τη μουσική βιομηχανία το Διαδίκτυο;
«Το Internet είναι αναμφισβήτητα μια επανάσταση που έφερε τη μουσική πολύ πιο κοντά στον κόσμο. Πιστεύω όμως ότι το έκανε αυτό πολύ εύκολα. Δηλαδή με μεγάλη ευκολία πλέον μπορεί κάποιος να ακούσει και να κατεβάσει και να πληροφορηθεί για τα άπαντα. Αυτό από τη μία είναι καλό. Aπό την άλλη όμως ισοπεδώνονται όλα και αυτή η ισοπέδωση μέσω του Internet αποδυναμώνει κάποια ταλέντα που θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν. Οι απλοί ακροατές 15-16 ετών που έχει πρόσβαση στα πάντα δεν μπορούν να ξεχωρίσουν μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα ποια είναι τα ακούσματα που αξίζουν και ποια όχι».
_ Είστε ο μοναδικός Ελληνας και ένας από τους ελάχιστους Ευρωπαίους που ψηφίζουν για το Rock & Roll Hall of Fame.
Πώς έγινε αυτό;
«Είχα την τύχη λόγω της ενασχόλησής μου με αυτό το επάγγελμα να γνωρίσω πολλούς από τους μυθικούς παραγωγούς που βρίσκονται πίσω από τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής. Σε ένα συνέδριο στις Κάννες συνάντησα τον Σέιμουρ Στάιν που υπήρξε παραγωγός μεγάλων καλλιτεχνών, από τους Ramones και τους Talking Heads ως τη Μαντόνα. Ηταν ένας άνθρωπος που θαύμαζα και όταν τον συνάντησα σε εκείνο το συνέδριο στις αρχές της δεκαετίας του '80 ήταν σαν να έβρισκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ, μιλήσαμε για αρκετή ώρα για τη μουσική και όταν τελειώσαμε τη συζήτηση μου είπε “θα κανονίσω να είσαι από τους λίγους ανθρώπους στην Ευρώπη που θα μπορείς να ψηφίσεις στο ίδρυμα Rock & Roll Hall Of Fame”. Είναι ένα ίδρυμα που κάθε χρόνο επιλέγει και βραβεύει τους μουσικούς που έχουν παίξει ρόλο στην εξέλιξη της μουσικής τα τελευταία 50-60 χρόνια».
_ Ποιον ψηφίσατε την τελευταία φορά;
«Τον Ιγκι Ποπ και τους Στούτζες. Πιστεύω ότι κάτι ανάλογο θα έπρεπε να γίνει και για την ελληνική μουσική».
_ Στη διάρκεια της καριέρας σας έχετε γνωρίσει ιερά τέρατα της μουσικής.
Θέλετε να μας πείτε ποιοι σας εντυπωσίασαν και γιατί;
«Τους περισσότερους από αυτούς τους έβλεπα ως θαυμαστής, ως φαν. Τώρα είμαι πιο προσγειωμένος. Μερικοί από αυτούς που με εντυπωσίασαν ήταν ο Πίτερ Γκάμπριελ, ένας καταπληκτικός άνθρωπος, για τον οποίο η μουσική είναι η ζωή του. Επίσης σε ένα άλλο επίπεδο με εντυπωσίασε ο Μπρους Σπρίνγκστιν, γιατί ήταν ένα απλό παιδί που έγινε διάσημο σε ολόκληρο τον κόσμο αλλά κράτησε την απλότητά του».
_ Πηγαίνετε ακόμη σε συναυλίες;
«Ναι. Πήγα προχθές και είδα τους U2».
_ Τι γνώμη έχετε για τους U2;
«Ας μην ξεχνάμε ότι κάθε συγκρότημα που γίνεται τόσο μεγάλο προκαλεί και αντιπάθειες. Αυτό ισχύει για πολλές περιπτώσεις. Ενα μέρος του κοινού δεν ανέχεται αυτή την τεράστια επιτυχία. Τώρα, αν ο Μπόνο δημιουργεί κάποιες αντιπάθειες με τις συναντήσεις που έχει με τους ισχυρούς του πλανήτη, το παραβλέπω παρ' όλο που και εμένα δεν μου αρέσει. Αλλά κρίνοντας από τη μουσική πλευρά δεν μπορώ να ξεγράψω τα καταπληκτικά τραγούδια που έγραψαν, ιδίως στην πρώτη δεκαπενταετία της καριέρας τους».
_ Με την απομάκρυνση των ραδιοφωνικών παραγωγών και την επικράτηση της playlist,
πιστεύετε ότι πάμε για ένα πιο «φτωχό» ραδιόφωνο;
«Ετσι φαίνεται και δεν μπορώ να το καταλάβω. Δεν καταλαβαίνω αυτή τη διάθεση των ιδιοκτητών και των διευθυντών προγραμμάτων ότι ο κόσμος θέλει ένα ραδιόφωνο-“τσιχλόφουσκα”. Δεν είναι έτσι όλος ο κόσμος. Υπάρχει μια πολύ μεγάλη μερίδα ακροατών με ψαγμένα ακούσματα που διψάει για μια πιο ψαγμένη μουσική. Είμαι σίγουρος ότι οι ακροατές έχουν ανάγκη ένα ποιοτικό ραδιόφωνο. Οσο για τις μετρήσεις, δεν είμαι σίγουρος ότι ανταποκρίνονται εντελώς στην αλήθεια. Δεν ξέρω σε ποιους έχουν βάλει τα μηχανάκια και αν έστω και ένας ακροατής του 3ου Προγράμματος διαθέτει στο σπίτι του μηχανάκι μέτρησης».
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=353793&ct=4&dt=11/09/2010#ixzz0zbKhMJXg
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου