Η αθώα περιστερά (χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη)

Το σημερινό χρονογράφημα το θυμήθηκα τις προάλλες, που είχε γίνει στα σχόλια μια συζήτηση για το πώς μπορεί κανείς να μαγειρέψει περιστέρια -αφού, όπως θα δείτε, περιστρέφεται γύρω από αυτό ακριβώς το θέμα.

Όμως, μαγείρεμα περιστεριών υπό ειδικές συνθήκες -μέσα στην Κατοχή και μάλιστα μέσα στον εφιαλτικό χειμώνα του 1941-42. Το χρονογράφημα που θα παραθέσω σήμερα δημοσιεύτηκε στην Πρωία στις 11 Ιανουαρίου του 1942.

Δεν περιλαμβάνεται στον τόμο με τα Αττικά χρονογραφήματα που εξέδωσα πέρυσι, διότι το έχω κρατήσει για άλλον τόμο, που θα ακολουθήσει, το 2018 ή το 2019 αν είμαστε γεροί, με (προσωρινό) τίτλο «Του καφενείου και της ταβέρνας». Ωστόσο δεν είναι και άγνωστο στους νεότερους αναγνώστες, αφού συμπεριλαμβάνεται στον τόμο «Φέιγ βολάν της Κατοχής» με 80 κατοχικά χρονογραφήματα του Βάρναλη που τα διάλεξε ο φίλος Γιώργος Ζεβελάκης.

Το χρονογράφημα όπως θα δείτε δεν αφήνει να φανεί η φονική πείνα του χειμώνα εκείνου -προφανώς η λογοκρισία δεν θα το επέτρεπε. Από την άλλη, μην ξεχνάμε πως για να τονωθεί το ηθικό του αναγνώστη ώστε να αντέξει τη μαυρίλα, χρειάζονταν εύθυμα κι αισιόδοξα κείμενα.

Στο ιστολόγιο δεν έχουμε δημοσιεύσει άρθρο για το περιστέρι, δηλαδή για τα λεξιλογικά και τα φρασεολογικά του. Να πούμε απλώς ότι υπάρχει η έκφραση «κάνει την αθώα περιστερά» για κάποιον που παριστάνει ότι δεν έχει καμιά συμμετοχή σε κάποια επιλήψιμη πράξη, ακριβώς επειδή το περιστέρι είναι σύμβολο όχι μόνο της ειρήνης αλλά και της αθωότητας.

Η αθώα περιστερά
(Πρωία, 11.01.1942)

Το βράδυ των Θεοφανίων η «σπιτικιά» ταβέρνα του Μήτσου ήτανε φίσκα. Μα ο ταβερνιάρης απουσίαζε. Τα νερά είχαν αγιαστεί, άρα και όλα τα κρασιά της Αθήνας, εξόν από του Μήτσου. Γιατί το δικό του κρασί είναι το μόνο ανέρωτο σ’ όλη την Αθήνα. Ο ίδιος όμως ο ταβερνιάρης κολάστηκε. Όταν παρουσιάστηκε στην πόρτα και πέρασε με βήμα γρήγορο κι απλωτό μέσα από το διάδρομο των τραπεζιών σαν άνθρωπος που άργησε, όλοι τού πατήσανε τη φωνή:

–Τέτοια ώρα έρχεσαι στο μαγαζί σου;

Ο Μήτσος σταμάτησε κι έχωσε το χέρι στην τσέπη του. Έβγαλε από κει ένα ολόασπρο περιστέρι, σαν το χιόνι, με τις χάντρες των ματιών του κλειστές και με το κεφάλι πεσμένο δίπλα. Λες και κοιμότανε.

–«Και το πνεύμα εν είδει περιστεράς»!, είπε ο βαρελοπατέρας. Ακόμα ζεστό είναι…

Ο Μήτσος είναι διάσημος περιστεροθήρας με το λάστιχο. Το λάστιχο το έχει διαρκώς στην τσέπη μαζί με τα πολεμεφόδια: κομματάκια μολύβι. Η γειτονιά έχει –ή μάλλον είχε— πολλά αδέσποτα περιστέρια. Τον καλό καιρό τα έβλεπε κανείς κοπαδιαστά να πετούνε και να «σκιάζουν τον ήλιο» ή να τσιμπολογάνε χάμου στην άσφαλτο τα ψίχουλα, που τους ρίχνανε κάποιες πονετικές κυράδες από τα μπαλκόνια. Ο Μήτσος έβγαινε χαράματα έξω και με το λάστιχο έστελνε «εις τόπον δροσερόν, εις τόπον χλοερόν, ένθα απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός» (δηλ. στην τσέπη του) δυο και τρία μαζί περιστέρια. Τώρα όμως τα περιστέρια αραιώσανε πολύ κι επομένως παρουσιάστηκε «κρίση» στο επάγγελμα. Πάντως κατορθώνει συχνά να αραιώνει κι αυτά τα λίγα.

–Μα δεν ντρέπεσαι να σκοτώνεις τα αθώα αυτά πετούμενα, του φώναξε κάποιος αισθηματικός πελάτης.

–«Ου κοπιά ουδέ σπείρει[1]», είπε μ’ εμβρίθεια ο φονιάς. Γιατί να θερίζουν; Άλλωστε τώρα δε βρίσκουνε τι να φάνε. Θα ψοφήσουνε που θα ψοφήσουνε. Καλύτερα να τα απαλλάξει κανείς από τα βάσανα μιαν ώρα αρχύτερα.

–Η καλοσύνη σου, διέκοψε κάποιος.

–Μα τι τα θες! Τώρα δε βρίσκονται εύκολα. Πέσανε απάνω τους όλοι οι λεχρίτες και τα καθαρίζουνε αράδα…

Πήρε μια καρέκλα κι έκατσε σ’ ένα τραπέζι να κεραστεί κατά το παλιό έθιμο του μαγαζιού. Για ν’ ανοίγει το μαγαζί του, πρέπει οι πελάτες να τον κερνάνε. Σαν μπορείς, κάνε κι αλλιώς.

–Αλλά τα «άτιμα», εξακολούθησε, δεν τρώγονται. Τ’ αφήνω να σιτέψουν, τα βράζω κατόπι κι ύστερα τα ψήνω στη σκάρα ή τα κάνω σάλτσα στην κατσαρόλα. Τίποτα αυτά. Μεντζεσόλες!…

–Δεν είσαι κι ευχαριστημένος, τζάμπα πράμα.

–Πρέπει οι κόποι να αμείβονται, πρόσθεσε ειρωνικά ένας άλλος.

Κι όλο το μαγαζί άφησε κατά μέρος κάθε άλλη κουβέντα και συζητούσε περί της «αθώας περιστεράς».

–Πρέπει να τ’ αφήσεις πολλές μέρες να σιτέψουν, όσο ν’ αρχίσουνε να μυρίζουν, όπως κάνουνε και τα φαζάνια. Τότες γίνονται τρυφερά…

–Ο Νάσος, είπε ένας άλλος, τα ξεπουπουλιάζει πρώτα, τα ξεκοιλιάζει καλά· ύστερα τα βάζει μέσα στο χλιαρό νερό εικοσιτέσσαρες ώρες, όπως τα κουκιά και τον μπακαλιάρο. Ύστερα ψημένα στη σκάρα, γίνονται λουκούμι.

–Ν’ αλλάξεις ταχτική, είπε άλλος. Να βρεις τις φωλιές τους και ν’ ανεβαίνεις να παίρνεις τα πιτσούνια, μόλις αρχίσουνε να βγάζουν φτερά. Άμα τα σφάξεις και τ’ αφήσεις να σιτέψουν ύστερα θα τα τυλίξεις μέσα σε φέτες από λαρδί, θα τα βάλεις ένα-ένα μέσα σε μια κουφωμένη μελιτζάνα και θα τα κάνης στην κατσαρόλα… Θεός!

–Τι λες αδερφέ. Ν’ ανεβαίνω στα κεραμίδια των πολυκατοικιών; Δικά μου είναι;

— Ε, τότε να μην τα σκοτώνεις παρά να τα πιάνεις ζωντανά και να τα ποτίζεις μισό ποτηράκι κονιάκ· και μετά μια ώρα να τα σφάζεις… Το κρέας τους γίνεται τρυφερό σαν της μπεκάτσας…

–Πώς να τα πιάσω;

–Με το αγκίστρι!

–Τι λες, αδερφέ, να ψαρεύω στη στεριά κι ο κόσμος να με βλέπει… Αυτό το άσπρο περιστέρι, που είδατε, θα είναι που θα είναι μεντζεσόλα. Γιατί άμα το χτύπησα στο κεφάλι κι έπεσε, ξαφνικά τινάχθηκε απάνω κατάκορφα, κι άρχισε να γυρίζει γρήγορα στον αέρα σαν αδράχτι… κι ύστερα ξανάπεσε. Αρσενικός παππούς θα είναι!

–Γρουσούζη! του φώναξε κάποιος. Τέτοια μέρα πήγες να σκοτώσεις το… πνεύμα; Θα μας φέρεις τον κατακλυσμό.

Και πραγματικά από κείνην την ημέρα δε σταματήσανε οι καταρράχτες τ’ ουρανού.

 

[1] Συμφυρμός από δύο ευαγγελικά χωρία: «κατανοήσατε τα κρίνα πώς αυξάνει· ου κοπιά ουδέ νήθει» (Λουκ. 12.27) και «εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν» (Ματθ. 6.26).

φαζάνια: οι φασιανοί.




from Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.