Το «λυτρισμικό» και η αντοχή της γλώσσας (άρθρο του Παντελή Μπουκάλα)

Είχα πει ότι φέτος το καλοκαίρι, επειδή τρέχω και δεν φτάνω, θα βάζω αρκετά σύντομα άρθρα ή επαναλήψεις παλιότερων ή αναδημοσιεύσεις άρθρων από άλλα έντυπα. Ως τώρα αυτήν την… υπόσχεση δεν την έχω τηρήσει όσο θα έπρεπε, όμως το άρθρο που αναδημοσιεύω σήμερα θα το αναδημοσίευα έτσι κι αλλιώς, διότι είναι γραμμένο από έναν έξοχο μελετητή (και) της γλώσσας μας που ταυτόχρονα είναι και μάχιμος γραφιάς και εξετάζει θέματα με τα οποία κατεξοχήν ασχολείται το ιστολόγιο, όπως είναι τα γλωσσικά δάνεια και οι νεολογισμοί. Θέλω να πω, δεν το αναδημοσιεύω για να γλυτώσω τον κόπο να γράψω δικό μου άρθρο -άλλωστε θα σχολιάσω κι εγώ τα γραφόμενα του φίλου Παντελή.

Το «λυτρισμικό» του τίτλου είναι η απόδοση του νεολογισμού ransomware, όπως χαρακτηρίζεται το κακόβουλο λογισμικό που πρόσφατα χτύπησε υπολογιστές σε ολόκληρο τον κόσμο: σου κλειδώνει τα αρχεία και για να τα ξεκλειδώσεις και να μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις πρέπει να πληρώσεις ένα όχι εξωφρενικό ποσό, που συνήθως είναι εκφρασμένο στο ηλενόμισμα Bitcoin.

Όμως εδώ λεξιλογούμε, οπότε να πούμε ότι στην αργκό της πληροφορικής συνηθίζεται να κατασκευάζονται ευκαιριακοί όροι με κατάληξη σε -ware, πάνω στο πατρόν των software/hardware, και σε αυτό το μοτίβο εντάσσεται και το ransomware. Στην ελληνική οροδοσία στον τομέα της πληροφορικής, συνηθίζεται οι ευκαιριακοί αυτοί όροι να αποδίδονται με νεολογισμούς σε -ισμικό, ακριβώς πάνω στο πατρόν του «λογ-ισμικό» (software) ενώ και το hardware, που παλιότερα το είχαμε πει «υλικό» τώρα όλο και περισσότερο το λέμε «υλισμικό» μεταξύ άλλων για να αποφύγουμε την ασάφεια και το μπέρδεμα με το material κτλ.

Σε ένα λεξικό πληροφορικής που είχε βγει το 2008 βρίσκω τέτοιους όρους όπως nagware = ενοχλησμικό (πρόκειται για το δοκιμαστικό λογισμικό που για να σε σπρώξει να αγοράσεις την κανονική του έκδοση παρεμβάλλει διάφορες ενοχλητικές υπενθυμίσεις κατά τη λειτουργία του) ή hijackware = αιχμαλωτισμικό. Δεν μακροημέρευσαν αυτοί οι όροι, δεν γκουγκλίζονται καν (λάθος: τώρα γκουγκλίζονται) αλλά το λυτρισμικό μάλλον θα μείνει -η επιτυχία ενός όρου είναι σε ένα βαθμό συνάρτηση και της τριβής. Η ΕΛΕΤΟ πάντως χρησιμοποιεί, με μέτρο, την αντιστοιχία -ware = -ισμικό, και το ίδιο κάνω κι εγώ στις μεταφράσεις μου.

Αλλά είπα πολλά, οπότε θα δώσω τον λόγο στο άρθρο του Παντελή Μπουκάλα (η αρχική δημοσίευση εδώ). Παρεμβάλλω καναδυό δικά μου σχόλια που τα βάζω με πλάγια.

Το «λυτρισμικό» και η αντοχή της γλώσσας

Άλλες λέξεις τις μαθαίνουμε ακούγοντάς τες, από τη νηπιακή ηλικία κι ώς τα γεράματά μας, κι άλλες τις πρωτοσυναντάμε γραμμένες, τυπωμένες σε βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά ή ιστοσελίδες. Η γλωσσική μας εκπαίδευση δεν σταματάει ποτέ, και πάντα η ικανότητά μας να οικειοποιούμαστε και να απομνημονεύουμε υπολείπεται της όρεξής μας να μαθαίνουμε. Οσο για την αναλογία ανάμεσα στις λέξεις της ακοής και τις λέξεις της όρασης, εξαρτάται από την ηλικία του καθενός, τη δουλειά, τις παρέες, τις σχέσεις του με το διάβασμα· γενικότερα, εξαρτάται από τον τόπο όπου γεννιέται και τον χρόνο. Το τυχαίο καθορίζει ποια μοίρα θα διανύσει αυτό το μάτσο γονίδια που αποτελεί τον καθένα μας. Επίσης τυχαίο είναι, και τελικά αδιάφορο, αν έναν καινούργιο όρο τον πρωτογνωρίζεις διαβάζοντάς τον ή ακούγοντάς τον.

Τον όρο «λυτρισμικό» έτυχε να τον συναντήσω πρώτη φορά γραμμένο σε κάποιο σάιτ, όχι πολύ καιρό πριν. Τα συμφραζόμενα επέτρεψαν τη γρήγορη αποκωδικοποίησή του. Η λέξη ήταν ενταγμένη σε μια είδηση για τους μπελάδες που προκάλεσε οικουμενικώς κάποιος νέος ψηφιακός ιός, από αυτούς που κατασκευάζει κάθε κρατική μυστική υπηρεσία που σέβεται την παράδοσή της, κι ύστερα πέφτουν στα χέρια ιδιωτών κατεργαραίων, από τους αναρίθμητους που λυμαίνονται το Διαδίκτυο. Στο Διαδίκτυο βρήκα και τον ορισμό: «Το λυτρισμικό, γνωστό και ως ransomware, είναι λογισμικό κακόβουλης λειτουργίας υπολογιστή που περιορίζει την πρόσβαση στα αρχεία σας ή τα κρυπτογραφεί, ενώ μπορεί ακόμα και να σας εμποδίσει να χρησιμοποιείτε τον υπολογιστή σας εντελώς. Στη συνέχεια, προσπαθεί να σας εξαναγκάσει να πληρώσετε χρήματα (λύτρα), για να αποκτήσετε ξανά πρόσβαση σε αυτά».

Εχουμε λοιπόν παραγωγή μιας νέας λέξης, έστω με πρότυπο κάποια ξένη, αγγλική, το «ransomware», που πλάστηκε κατά το «software» και το «hardware» (με πρώτο συνθετικό το «ransom» = λύτρα ή εξαγορά διά λύτρων). Το «ransomware» δεν υπάρχει βέβαια σαν λήμμα στο σαραντάχρονο «Αγγλοελληνικόν λεξικόν» του οίκου «Penguin Books» που χρησιμοποιώ, αφού αποτελεί καρπό των υπερτεχνολογικών καιρών μας. Το δικό μας «λυτρισμικό» δεν μεταφράζει μηχανικά κάποιο «lytrismic», για παράδειγμα, ώστε να το μεταφέρει στα ελληνικά, και μάλιστα με την επηρμένη σιγουριά ότι πρόκειται για αντιδάνειο, «πάλι μας χρωστάνε» κ.τ.λ. Με την επινόηση της νέας ελληνικής λέξης αποδίδεται το νόημα της ξένης, η ουσία της. Στην περίπτωση αυτή συμβαίνει νομίζω κάτι ουσιωδέστερο και δημιουργικότερο απ’ ό,τι όταν εισάγονται στην ελληνική, σαν ήχος πρώτα, ο «hacktivism» και ο «hacktivist», ο «χακτιβισμός» και ο «χακτιβιστής», δηλαδή ο χάκερ-ακτιβιστής, ο πειρατής που διεισδύει στο Ιντερνετ για να προωθήσει κάποιο πολιτικό ή κοινωνικό μήνυμα.
Ελληνική λέξη είναι και ο «χακτιβιστής», ή θα γίνει με τον καιρό και με τη χρήση. Ελληνική και ο χάκερ, έχει άλλωστε λεξικογραφηθεί. Λήμμα «χάκερ» υπάρχει τόσο στο «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» του Γ. Μπαμπινιώτη όσο και στο «Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας» της Ακαδημίας Αθηνών, τη σύνταξη και την επιμέλεια του οποίου υπογράφει ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, ως επικεφαλής συνεργατικής ομάδας. Στο Λεξικό της Ακαδημίας μάλιστα παρατίθενται και τα λήμματα «χακεριά» (και «χακιά», στην αργκό) και «χακεύω». Σε αυτά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τις λέξεις χακάρω (κατά το σερφάρω), χακεράς, χακερόνι και χακάρισμα, η ύπαρξη και η ευρεία χρήση των οποίων δείχνει πως ο μητρικός όρος είναι ήδη κατακτημένος. Οχι απλώς εξελληνισμένος αλλά ελληνικός.

Αν θα βρεθεί, και πότε, κάποιος αποφασισμένος να πάρει τη σκυτάλη από τον Στέφανο Κουμανούδη και να εκπονήσει και αυτός μια «Συναγωγή νέων λέξεων» υπό των λογίων αλλά και του δήμου πλασθεισών, δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Και μάλλον ομάδα ασκητών θα ’πρεπε να αναλάβει αυτή τη δουλειά, όχι ένας. [Κάνει κάποια δουλειά προς αυτή την κατεύθυνση η Ακαδημία Αθηνών με το Δελτίο Νεολογισμών της -Ν.Σ.] Και τα λεξικά που ήδη κυκλοφορούν, πάντως, δείχνουν με τη συνεχώς διευρυνόμενη ύλη τους πως η γλώσσα μας δεν πνέει τα λοίσθια, όπως πεισματικά διατείνονται οι κήρυκες του θανάτου της και τελεστές των μνημοσύνων της. Το «λυτρισμικό» δεν το περιέχουν βέβαια, δεν έχουν προλάβει, άλλωστε ποτέ τα λεξικά δεν προλαβαίνουν τη γλωσσική δημιουργία. Το «λογισμικό» όμως το έχουν αποθησαυρίσει από χρόνια. Εχουν επίσης καταγράψει τις λέξεις που γέννησε η χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του Διαδικτύου και η ανάγκη των ανθρώπων να συνεννοούνται μεταξύ τους για όσα τα αφορούν.

Το Λεξικό Μπαμπινιώτη, τουλάχιστον στην επανεκτύπωση της α΄ έκδοσης του 1998 που κοιτάζω, δίνει τα λήμματα «κυβερνοπάνκ» και «κυβερνοχώρος». Νεότερο το Λεξικό Χαραλαμπάκη, του 2014, είναι φανερά πλουσιότερο στην καταγραφή σύνθετων λέξεων με α΄ συνθετικό το «κυβερνο-». Στο κυβερνοπάνκ και τον κυβερνοχώρο προσθέτει δεκαπέντε λέξεις ήδη συχνές και στην προφορική γλώσσα και στη γραπτή, τη δημοσιογραφική και τη συγγραφική: κυβερνοδιάστημα, κυβερνοέγκλημα, κυβερνοεπίθεση, κυβερνοκατασκοπεία, κυβερνοκόσμος, κυβερνοκουλτούρα, κυβερνολογοτεχνία, κυβερνοναύτης, κυβερνοπειρατής, κυβερνοπόλεμος, κυβερνοπολίτης, κυβερνοσέξ, κυβερνοσφετερισμός, κυβερνοτέχνη, κυβερνοτρομοκρατία. Παλαιότερη όλων η κυβερνοκουλτούρα, που γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1963, σαν «cyberculture». [Στην 2η έκδοση – 2η ανατύπωσή του (2005) το λεξικό Μπαμπινιώτη έχει προσθέσει άλλα δύο κυβερνολήμματα: κυβερνοναύτης και κυβερνοπειρατής (και -τεία). Το παλαιότερο ΛΚΝ (1998) έχει μόνο το λήμμα «κυβερνοχώρος». ]

Σε άλλους καιρούς η ελληνική δανειζόταν και υιοθετούσε ξένες λέξεις, προσαρμοσμένες μορφολογικά και κλιτικά στο σύστημά της ή όχι, για να ονομάσει λ.χ. στοιχεία της ενδυμασίας και της δίαιτας. Και δεν πάω στη βαθιά αρχαιότητα, στον χιτώνα, τη χλαίνη, το σάνδαλον ή τον σίτον, το σύκον, το σήσαμον και το ερέβινθον, δάνεια όλα, όπως συμφωνούν οι περισσότεροι γλωσσολόγοι, από γλώσσες της Μεσογείου ή της Μικράς Ασίας. [Θα άξιζε ίσως ειδικό άρθρο για τα δάνεια της ελληνικής από τη λατινική. Μιλάμε για λέξεις πολύ βαθιά ριζωμένες στη γλώσσα και τη ζωή μας: σπίτι, σκάλα, μαντάτο, κάμπος, καμπάνα, κάγκελο κτλ.]  Μιλάω για το παντελόνι («αντιδάνειο» από το «Πανταλέων» διά του Pantaleone, χαρακτήρα της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε; έστω), την μπλούζα, τη φούστα και τη φουστανέλα, τη γραβάτα και την κάλτσα, και για το πουλόβερ βέβαια ή το φούτερ. Αλλά και για το σάμαλι και τη σαντιγί, το παντεσπάνι, τους κεφτέδες (που δεν υποχώρησαν μπροστά στα προταθέντα «κρεατοσφαιρίδια») και τη μακαρονάδα· που μάλλον δεν θα την απολαμβάναμε με τον ίδιο ενθουσιασμό αν μας είχε πείσει η υπόθεση ότι κατάγεται από τη μεσαιωνική «μακαρία», το νεκρόδειπνο. Με την εισαγωγή αυτοκινήτων εισήχθησαν και λέξεις του τομέα τους, από τον λεβιέ ώς το σασμάν. Σήμερα υιοθετούμε όρους των κομπιούτερ και του Ιντερνετ, αναπλασμένους ή μη, ατόφιους ή προσαρμοσμένους.

Δύναμη και πλούτος είναι για τις γλώσσες ο δανεισμός, όχι αδυναμία και φτώχεια. Μήπως δεν είναι παντοδύναμη η αγγλική, που λέμε ότι δανείστηκε από την ελληνική τη μία στις τρεις ή τέσσερις λέξεις της;

 

 




from Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.