Ξαναδιαβάζοντας τον Πέδρο Καζάς

Εκεί που είχα πάει για παραθερισμό, υπάρχει μια μικρή βιβλιοθήκη με βιβλία του παππού μου, από τη δεκαετία του 1920 τα περισσότερα, ελληνική λογοτεχνία ή ξένη σε μετάφραση. Μια μέρα έπιασα και διάβασα τον Pedro Cazas του Φώτη Κόντογλου, σε ένα μικρού σχήματος τομίδιο, που έχει στη δεύτερη σελίδα του την υπογραφή του θείου του Μιχάλη, αδελφού του παππού μου. Πιο σωστά, τον ξαναδιάβασα, μια και τη νουβέλα του Κόντογλου την είχα ξαναδιαβάσει πριν από πολλά χρόνια σε νεότερη έκδοση και την έχω μάλιστα δημοσιεύσει ολόκληρη στον παλιό μου ιστότοπο.

Το βιβλιαράκι που είχα στα χέρια μου είναι έκδοση του 1923, από τον αθηναϊκό εκδοτικό οίκο Χ. Γανιάρη. Είχε προηγηθεί μια έκδοση το 1920. Πράγματι, στην τελευταία σελίδα του τομιδίου βρίσκω την εξής σημείωση:

Ο Pedro Cazas είχε τυπωθή στο Παρίσι προ τρία χρόνια σε 250 αντίτυπα για τους φίλους του συγγραφέα.

Οι δυο εικονογραφίες είναι απ’ το χέρι του.

Ωστόσο, στο άρθρο της Βικιπαίδειας αλλά και αλλού βρίσκω ότι η πρώτη έκδοση έγινε στη γενέτειρα του Κόντογλου, το Αϊβαλί, το 1920, στο σύντομο διάστημα που η Ιωνία βρισκόταν υπό ελληνικό έλεγχο. Μπορεί να υπάρχει αντίφαση, μπορεί πάλι η εκτύπωση να έγινε όντως στο Παρίσι αλλά το βιβλίο να κυκλοφόρησε και να διατέθηκε στην Ιωνία. Πάντως η νουβέλα γράφτηκε στο Παρίσι, όπου έμενε ο νεαρός (γεννημένος το 1895) Κόντογλου από το 1914.

Η τρίτη έκδοση της νουβέλας έγινε το 1944, με κάποιες αλλαγές στη γλώσσα -ανάμεσα στ’ άλλα ο τίτλος ελληνογράφεται, από Pedro Cazas σε Πέδρο Καζάς. Το κείμενο που έχω ανεβάσει ονλάιν είναι από την τρίτη έκδοση. Στα βιβλιοπωλεία θα βρείτε τον Πέδρο Καζάς μαζί με τη Βασάντα, το δεύτερο βιβλίο του Κόντογλου.

Ο Πέδρο Καζάς, σύμφωνα με την προμετωπίδα της πρώτης/δεύτερης έκδοσης είναι «η πρωτάκουστη ιστορία του Εσπανιόλου κουρσάρου που είτε έζησε τρακόσα χρόνια είτε γύρισε απ’ τον Άδη. Τυπωμένη από ένα παράξενο πορτουγέζικο χειρόγραφο που έπεσε στα χέρια του Φώτη Κόντογλου στο Oporto». Στις επόμενες εκδόσεις υπάρχουν μικροδιαφορές στη διατύπωση της φράσης αυτής.

Το βιβλίο έχει έναν πρώτο πρόλογο που τον υπογράφει ο Κόντογλου (μάλιστα: Κόντογλους), κι έναν δεύτερο που τον υπογράφει ο αφηγητής, με τοποχρονολόγηση Setubal, 1887, που φυσικά είναι φανταστική. Με τους αλλεπάλληλους προλόγους, ο Κόντογλου  αποστασιοποιείται από τον αφηγητή του και από την αφήγησή του, αποποιείται την ιδιότητα του συγγραφέα του κειμένου και παρουσιάζεται σαν απλός μεταγραφέας του «παράξενου χειρόγραφου», ένα λογοτεχνικό τέχνασμα που και άλλοι έχουν χρησιμοποιήσει.

Ο αφηγητής είναι ο πορτογάλος Βάκα Γκάβρο, γεννημένος στη Γκόα της Ινδίας, από παλιά οικογένεια με επιφανείς προγόνους ναυτικούς. Στη νιότη του ο αφηγητής αλήτεψε κάμποσα χρόνια στην ανατολή, ανάμεσα Ινδία και Ινδονησία, έχοντας συνδεθεί φιλικά με έναν Εγγλέζο τζέντλεμαν ονόματι Corke. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του τελευταίου, ξεπέφτει στο νησί Φαγκούα, για το οποίο μας δίνει τις εξής πληροφορίες σε μια «Νότα», σημείωση παναπεί, που παρεμβάλλεται στο χειρόγραφο και δίνει τις εξής πληροφορίες εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα (και πάλι, μεταφέρω το κείμενο της πρώτης/δεύτερης έκδοσης που έχει μικροδιαφορές από την τρίτη):

Nota. – Το γκρούπο του Φόο-ι-μάα ή του Μωυσή βρέθηκε στο 1661 από κάποιο Πορτουγέζικο καράβι που έπεσε τυχαίως απάνου του σε μια τρικυμία που το μάκρυνε από το δρόμο της Ινδίας. Η παράμερη θέση του στο νότιο μέρος του Ινδικού και η λίγη σημασία που είχανε τα ρημόνησά του για ανθρώπους που έκαιγε η δίψα του πλούτου, έκαναν ώστε να μείνει κι ύστερ’ από την ανακάλυψη του σχεδόν άγνωστο, αφού ως το 1700 μονάχα η ανάγκη του νερού βίαζε κάποτε κανένα καράβι να έμπει στα επικίνδυνα νερά του. Στο 1755 στο Fagoua, που ήτανε το μεγαλύτερο νησί, φάνηκε ένα μικρός συνοικισμός από εκατό ψυχές, θύματα του σεισμού που ρείπωσε τότες τη Lisbonna. Την εποχή που πήγα, βρήκα ένα μικρό χωριό πολύ όμορφα χτισμένο και με αρκετήν ευτυχία. Έξω από το μικρό εμπόριο που γίνεται με τα καράβια σε ζώα (βόδια, πρόβατα, γουρούνια), η γης είναι καρπερή και, για να δώσει τα δώρα της (περίφημα λαχανικά κι ένα χοντρό σιτάρι όπως του Cap), δε χρειάστηκε παρά δουλειά και επιμονή -πράμα που έλειπε από τους τυχοδιώχτες του παλαιότερου καιρού, όπως ήτανε συνηθισμένοι ν’ αρπάχνουν το έτοιμο πλούτος που είχαν μαζώξει ξένοι λαοί. Το Fagoua βρίσκεται σε 41ο Ν.Π. και 52ο Α.Μ.

Νομίζω ότι ο Κόντογλου επίτηδες δίνει τις συντεταγμένες του νησιού Φαγκούα: αφενός για να προσδώσει αληθοφάνεια στο γραφτό του «Πορτουγέζου» και αφετέρου για να δείξει, τουλάχιστον σε όποιον κάνει τον κόπο να το ψάξει, ότι νησί Φαγκούα δεν υπάρχει, διότι οι συντεταγμένες -41 πλάτος και 52 μήκος βρίσκονται καταμεσίς του ωκεανού, σε ένα σημείο που απέχει πολύ από κάθε στεριά, 1800 χιλιόμετρα νότια απ’ τις ακτές της Μαδαγασκάρης. Σε μια εργασία που αναλύει τον Πέδρο Καζάς και που βρίσκεται στο Διαδίκτυο, ενώ αναλύεται πώς λειτουργούν οι «Νότες» δεν δηλώνεται σαφώς πως το νησί Φαγκούα είναι εύρημα της φαντασίας του συγγραφέα.

Η δράση όμως δεν εκτυλίσσεται μόνο ή κυρίως στο νησί Φαγκούα αλλά σε ένα νησί που βρίσκεται ακόμα νοτιότερα, το Ζάτο, το μεγαλύτερο από τρία-τέσσερα άσπρα ερημονήσια. Ο αφηγητής επισκέπτεται το νησί αυτό συντροφιά με έναν παράξενο άντρα που οι ντόπιοι του έχουν δώσει το παρατσούκλι Όσο (αρκούδα στα ισπανικά).

Ήτανε καλαφάτης, ψαράς, τιμονιέρης, μαραγκός κι ακόμα μυλωνάς. Όλες αυτές τις δουλειές τις μετάλλαζε όπως το ’φερνε η τύχη, αλλά ο θεός ξέρει γιατί δε μιλούσε σχεδόν ολότελα. Δε σίμωνε καν σε άνθρωπο τις ώρες που δε δούλευε. Κατοικούσε μέσα σε μια παλιά αποθήκη, μισή ώρα όξω απ’ το χωριό, μέσα στην οποία άλλη φορά φύλαγαν ψαρόλαδο, ξερά ψάρια και τομάρια φώκας. Συχνά γύριζε έρημος στην άλλη άκρη του νησιού, είτε μ’ ένα μακρύ ξύλο στον ώμο του, κανείς δεν ξέρει γιατί, είτε μ’ ένα μεγάλο παλιό ναυτικό μαχαίρι κρεμασμένο σε πέτσινη ζώνη, άλλη τρέλα, αφού στο Fagoua δεν υπάρχουν αγρίμια. Κρατούσε μιαν ιδέα πως ήτανε πολύ επιδέξιος στ’ άρματα, όμως κανείς απ’ όσους είδα δεν ήξερε αν είναι αλήθεια. Αλλά ο πιο αγαπημένος του περίπατος ήτανε στα άσπρα νησιά που ανάφερα παραπάνου. Περνούσε εκεί δυο και τρεις βδομάδες. Πολλές φορές τον είχαν για πνιμένον. Έπαιρνε μια παλιά σκαμπαβία, που ήτανε δεμένη πάντα μπρος στην τέντα του Τιν Τιν, και ξεμπουκάριζε, ακόμα και με θαλασσοταραχή.

Ο Βάκα Γκάβρο αποφασίζει να εγκατασταθεί στο ερημόνησο Ζάτο με σύντροφό του τον απροσδιόριστης ηλικίας Όσο, για να ζήσουν εκεί όσες μέρες τούς απομένουν. Στην αρχή όλα είναι ειδυλλιακά, όμως όταν έρχεται ο χειμώνας και η άγρια θάλασσα αναγκάζει τους δυο συντρόφους να κλείνονται για μέρες και βδομάδες στο καλύβι τους, η ψυχική και σωματική τους αντοχή δοκιμάζεται. Με το που έρχεται ο Οκτώβριος (άρα η άνοιξη στα πλάτη εκείνα) ο Όσο παρακινεί τον αφηγητή να σκάψουν ένα πηγάδι για νερό -πρώτη φορά εκδηλώνει κάποια επιθυμία και μάλιστα τόσο έντονα.

Σκάβοντας το πηγάδι, ανακαλύπτουν έναν σκελετό -και το εύρημα αυτό κάνει τον Όσο να παραφρονήσει, να αρχίσει να ικετεύει «Ξεκούρασέ με σενιόρ Λεοκάντιο», να επιτεθεί στον αφηγητή -ο οποίος αναγκάζεται να τον τραυματίσει με το πιστόλι του και μετά να τον σκοτώσει. Ο νεκρός έχει κατάστικτο το στήθος από τατουάζ και στο κέντρο του ένα αρμπαλέτο (βαλλίστρα το λέμε αυτό θαρρώ) με το όνομα Pedro Cazas – 1530.

Κι αναρωτιέται ο αφηγητής, αν αντικρίζει κάποιον που έζησε τριακόσια και βάλε χρόνια ή κάποιον που επέστρεψε από τον Άδη. Όσο για τον σκελετό, αυτός ανήκει στον Λεοκάντιο Κάλβο, μακρινόν πρόγονο του αφηγητή -όπως εξηγεί στο τέλος του βιβλίου ο αφηγητής, ο Πέδρο Καζάς, Ισπανός ναυτικός, συγκρούστηκε με τον Λεοκάντιο Κάλβο στα χρόνια που Ισπανοί και Πορτογάλοι θαλασσομαχούσαν για τις κτήσεις τους, κι αργότερα

πέταξε τη βασιλική εύνοια κι έγινε μπουκανιέρος. Αυτό μαρτυρεί πως ούτε η ταπεινότερη εθνική φιλοδοξία δεν τον έσπρωχνε να πράξει, όπως είχε πράξει, αλλά απλά η πλέον άσβηστη δίψα του αιμάτου, αφού άρχισε την άτιμη τέχνη του βάζοντας στο χέρι ένα καράβι της αμερικάνικης αρμάδας, με την ελπίδα να εύρει χρυσάφι· με λίγα λόγια, πρωτόβαψε τα χέρια του με εσπανιόλικο αίμα.

Για δυο χρόνια βρίσκεται είτε στα νερά των Αντιλλών είτε σιμά στον Πράσινον Κάβο. Αφάνταστη είναι η γληγοράδα που βάζει στα μακρινά τούτα ταξίδια. Η Αμερική και η Ιντία του πληρώνουν ταχτικά χαράτσι, όπως οι Εσπανιόλοι και οι Πορτουγέζοι του δίνουν να πιει αίμα. Και για τους δυο είναι ο διάολος.

Όπως φαίνεται, το παλαιό μίσος του απάνου στο Leocadio Calvo τον σπιρούνισε στο τέλος να περάσει στη θάλασσα της Ιντίας. Κανένας δεν ξέρει πώς έπεσε στα νύχια του ο κακόμοιρος ο Πορτουγέζος. Βγήκε η φήμη πως τον έχωσε ζωντανόν. Αντάμα με το Leocadio είχε πιάσει και τον αδερφό του Sidonio. Τούτον τον θανάτωσε γαργαλώντας τον. Ο Πέδρο βασάνιζε κάποτε τους οχτρούς τoυ μ’ ένα παρόμοιο τρόπο.

Έτσι τελειώνει η καθαυτό αφήγηση, αν και ακολουθεί ένα επίμετρο, πάλι από τον «Βακα Γκάβρο» που ονομάζεται «Λίγα λόγια του κρασιού».

Σε αυτή την πρώτη/δεύτερη έκδοση, ο Κόντογλου είναι επηρεασμένος από τα γαλλικά, κι έτσι γράφει «Εσπανιόλος», που στην τρίτη έκδοση το άλλαξε σε «Σπανιόλος». Μια άλλη αλλαγή είναι η λέξη «βάσανα», που στην πρώτη/δεύτερη έκδοση την έχει με τον μικρασιάτικο τύπο της, «βάρσανα».

Καθώς διάβασα σημείωσα την γουστόζικη βρισιά «πορδοβουλώματα», που την ήξερα βέβαια αλλά δεν την είχα ξαναδεί γραμμένη. Επίσης, μερικές λέξεις που δεν τις έχουν τα σύγχρονα λεξικά:

  • κελετέρι -ή κελετίρι, αλλού. Το έχουν για να ανεβαζουν τα χώματα από το πηγάδι που σκάβουν. Πρόκειται για ένα είδος κοφίνι, λέξη που διατηρείται στο σαμιώτικο ιδίωμα. Ασφαλως θα είναι τουρκικό δάνειο.
  • σατίρα, λέξη που εμφανίζεται σε μια άγρια σκηνή της τρέλας του Όσο: Τούτη τη φορά χύθηκε κι άρπαξε τη γάτα που κοιμότανε εκεί κάπου, έβαλε τα πόδια της απάνου στο βαρέλι και τα ’κοψε με μια σατίρα που κρατούσε. Το ζώο πετάχτηκε σαν τόπι στον αγέρα. Μια βιτσιά σφύριξε στο μάγουλό μου, μαζί μ’ ένα ράντισμα από ζεστό αίμα…
    Η σατίρα (σατύρα στην πρώτη/δεύτερη έκδοση) ή σατίρι είναι το μεγάλο, βαρύ μαχαίρι με την πλατιά λεπίδα, σαν μπαλτάς, που χρησιμοποιείται για το κόψιμο του κρέατος στα χασάπικα. Δάνειο από τα τουρκικά (satιr).
  • ρέζιγος, στη φράση: Κατά τα γραφόμενα του Πάπα, οι δοσοληψίες των Σπανιόλων με τα νησιά των μπαχαρικών έπρεπε να γίνουνται από το δρόμο της Δύσης, πράμα που τους στένευε να περνούν μέσα απ’ το ρέζιγο μπουγάζι του Μαγελάνου, και να παίρνουν βόλτα περισσότερο απ’ το μισό μήκος της γης.
    Όπως καταλαβαίνετε από τα συμφραζόμενα, ρέζιγο μπουγάζι είναι το επικινδυνο στενό πέρασμα. Γενικότερα, ρέζιγος είναι και ο επισφαλής και ο επικίνδυνος. Η λέξη είναι συχνή στους πεζογράφους της αιολικής γης. Πρόκειται για αντιδάνειο, από τη γενουάτικη λέξη rezegu, που προέρχεται από το ριζικό -και που ίσως συνδέεται με το rischio και το ρίσκο.

Κλείνω με μια σχολαστική επισήμανση -ο αρχικός τίτλος είναι Pedro Cazas, επειδή στην πρώτη/δεύτερη έκδοση τα περισσότερα κύρια ονόματα, ανθρώπων και τόπων, γράφονται στο λατινικό. Στην τρίτη έκδοση τα κύρια ονόματα γράφονται στα ελληνικά και ο τίτλος είναι Πέδρο Καζάς.

Από γλωσσική άποψη, το «Καζάς» είναι λάθος. Ο Cazas είναι Ισπανός, άρα θα προφέρεται Καθάς ή Κασάς (αν προέρχεται από τις περιοχές του σεσέο). Το ζήτα αποκλείεται, είναι φθόγγος που δεν τον έχουν οι ισπανόφωνοι. Δεν ξέρω πώς φανταζόταν ο Κόντογλου την προφορά του ονόματος του ήρωά του -ίσως σαν γαλλοθρεμμένος να τον έλεγε κι αυτός Καζάς, επειδή όμως είχε ταξιδέψει και στην Ισπανία δεν αποκλείω να τον είχε φανταστεί Καθάς. Ωστόσο, στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη/δεύτερη ως την τρίτη έκδοση, οι Έλληνες αναγνώστες και κριτικοί που διάβαζαν Cazas θα πρόφερναν μέσα τους και θα μετέγραφαν Καζάς, οπότε ακόμα κι αν υποθέσουμε πως δεν το είχε έτσι σχεδιάσει ο Κόντογλου, τελικά θα επιβλήθηκε αυτή η μεταγραφή.

Πράγμα που σημαίνει ότι καλό είναι, όταν γράφετε ελληνικά, να μεταγράφετε στα ελληνικά τα ονόματα των ηρώων των μυθιστορημάτων σας.

 




from Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.