Οι αρχαίοι είχαν την πλάκα τους (Δημ. Σαραντάκος) 6 – Η μεταμόρφωση του Λούκιου

Πριν από λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, «Οι αρχαίοι είχαν την πλάκα τους» που κυκλοφόρησε το 2009 από τις εκδόσεις Γνώση.

Η σημερινή συνέχεια είναι η έκτη, αλλά φυσικά πρόκειται για αυτοτελείς ιστορίες.Η προηγούμενη δημοσίευση βρίσκεται εδώ. Ξεκινήσαμε με ιστορίες από τον Ηρόδοτο και τώρα βρισκόμαστε στις ιστορίες από τον Λουκιανό. Η ιστορία που ακολουθεί, βέβαια, βασίζεται στο έργο «Λούκιος ή όνος», το οποίο παλαιότερα εθεωρείτο έργο του Λουκιανού αλλά σήμερα αποδίδεται σε κάποιον άγνωστο που συμβατικά τον ονομάζουμε ψευδο-Λουκιανό. Πάνω στο ίδιο έργο έχει βασιστεί το πολύ εκτενέστερο μυθιστόρημα «Μεταμορφώσεις» (ή «Ο χρυσός γάιδαρος») του Απουλήιου.

Ζούσε μια φορά ένας φιλοπερίεργος νεαρός, ο Λούκιος, που ζητούσε να μάθει και να δει πολλά από τα αξιοθαύμαστα του κόσμου, ταξιδεύοντας εδώ και εκεί. Κάποτε, καθώς πορευόταν από την Αθήνα στη Λάρισα, ο δρόμος του τον έφερε στην Υπάτη, πόλη που φημιζόταν για τους μάγους και τις μάγισσές της. Εκεί κατάφερε και τον φιλοξένησε για λίγες ημέρες κάποιος Ίππαρχος, γνωστός ενός φίλου του. Αυτός ο Ίππαρχος είχε μια γυναίκα, που ήταν ακουστή σαν μάγισσα.

Ο Λούκιος από την πρώτη μέρα τα έφτιασε με την υπηρέτρια του σπιτιού, που λεγόταν Παλαίστρα, με την οποία προχώρησε σε ερωτικές σχέσεις. Από αυτήν έμαθε πως η κυρά της, μεταξύ των άλλων μαγικών κατορθωμάτων της, μεταμορφωνόταν όταν ήθελε σε πουλί. Ζήτησε επίμονα από την Παλαίστρα να τον αφήσει να παρακολουθήσει κρυφά μια τέτοια μεταμόρφωση της οικοδέσποινάς τους και καθώς είχαν γίνει πια εραστές, δεν δυσκολεύτηκε να την πείσει.

Η Παλαίστρα τον φώναξε μια νύχτα και κρυφά παρακολούθησαν την κυρά του σπιτιού, να γδύνεται τελείως και να αλείβεται με μια ειδική αλοιφή, που τη μεταμόρφωσε αμέσως σε πουλί. Όταν έγινε αυτό η γυναίκα του Ίππαρχου πέταξε μακριά. Ο Λούκιος τότε παρακάλεσε την Παλαίστρα να του φέρει το δοχείο με τη μαγική αλοιφή για να γίνει κι αυτός πουλί. Η κοπέλα πήγε και έφερε το δοχείο και όταν ο Λούκιος απαλλάχτηκε από τα ρούχα του τον άλειψε ολόκληρον. Αντί για πουλί όμως ο δυστυχής Λούκιος μεταμορφώθηκε σε γάιδαρο! Η Παλαίστρα, στη βιασύνη της, έφερε άλλη μαγική αλοιφή.

«Μη νοιάζεσαι αγάπη μου» λέει του μεταμορφωμένου φίλου της «αύριο πρωί θα σου δώσω να μασήσεις τριαντάφυλλα, που είναι το αντίδοτο στα μάγια και θα ξαναγίνεις αμέσως άνθρωπος».

Περιμένοντας να ξημερώσει τον οδήγησε στο στάβλο του σπιτιού, όπου βρισκόταν το άλογο του Λούκιου και άλλος ένας γάιδαρος, του Ίππαρχου.

Το κακό όμως είναι πως τη νύχτα μπήκαν στο σπίτι ληστές, που αφού δέσανε τον Ίππαρχο, την Παλαίστρα και τον υπηρέτη του Λούκιου, σήκωσαν όλο το σπίτι, φόρτωσαν τα κλεμμένα στον άτυχο Λούκιο, στο άλογο του και στον άλλον (τον αληθινό) γάιδαρο και τράβηξαν για το λημέρι τους στο βουνο.

Το τι τράβηξε ο καημένος ο Λούκιος σαν υποζύγιο στην υπηρεσία των ληστών δεν περιγράφεται. Εκτός του ότι δε μπορούσε να τραφεί με σανό και κριθάρι, ήταν τελείως ασυνήθιστος να περπατάει ξυπόλητος και βαρυφορτωμένος. Στο τέλος και οι ίδιοι οι ληστές τον βαρέθηκαν γιατί και αργός ήταν και όταν τον φόρτωναν πολύ κοντολυγούσε τα πόδια του. Εκτός του ότι, μη διαθέτοντας γαϊδουρινή υπομονή, όταν τον έδερναν γκάριζε δυνατά και τότε οι ληστές φοβόντουσαν μήπως τα γκαρίσματά του προδώσουν τη θέση τους.

Μια νύχτα οι ληστές έφεραν στο λημέρι τους ένα πανέμορφο κορίτσι και το κράτησαν εκεί περιμένοντας να πάρουν λύτρα από τον πλούσιο πατέρα του. Το κορίτσι την επομένη, που οι ληστές έλειπαν σε κάποια νέα επιδρομή τους, κατάφερε να λυθεί, έλυσε και τον Λούκιο και καβαλικεύοντάς τον τον οδήγησε προς το σπίτι του πατέρα της. Δεν πρόφτασαν να φτάσουν εκεί γιατί τους πρόλαβαν οι ληστές που τους γύρισαν πίσω, ξυλοφορτώνοντας ταυτόχρονα τον Λούκιο, που τον θεώρησαν συνένοχο της απόδρασης. Τα δυνατά γκαρίσματά του όμως ακούστηκαν από τους στρατιώτες που αναζητούσαν το κορίτσι και τελικά οι ληστές πιάστηκαν και το κορίτσι με τον Λούκιο απελευθερώθηκαν. Η κόρη διηγήθηκε πως οφείλει την απελευθέρωσή της στον καλό και γενναίο γάιδαρο και ο Λούκιος ανταμείφθηκε  πλουσιοπάροχα, με άφθονο κριθάρι και την ελευθερία να συναναστρέφεται με όσες γαϊδούρες και φοράδες επιθυμούσε. Τέτοιες όμως παροχές, που θα κάνανε ευτυχισμένον οποιοδήποτε αληθινό γάιδαρο, δεν είχαν καμιάν αξία για έναν άνθρωπο μεταμορφωμένο σε γάιδαρο.

Οι περιπέτειές του όμως δε σταματάν εδώ. Οι προστάτες του χάθηκαν ξαφνικά στη θάλασσα κι ο Λούκιος άλλαξε πολλά χέρια. Για ένα διάστημα βρέθηκε στην υπηρεσία των ιερέων της Συρίας Θεάς, που δεν ήταν μόνο βρωμεροί κίναιδοι, αλλά και αδίστακτοι αγύρτες, για να καταλήξει τελικά στα χέρια του οικονόμου ενός πλούσιου άρχοντα της Θεσσαλονίκης. Εκεί για πρώτη φορά η τύχη τού χαμογέλασε. Δίπλα στο στάβλο του ήταν η κουζίνα όπου ετοιμάζανε πλούσια εδέσματα για τα συμπόσια του αφέντη. Ο Λούκιος κατάφερνε και αθέατος έκλεβε τις καλύτερες μερίδες που τις καταβρόχθιζε αμέσως. Κάποτε ο οικονόμος τον πήρε είδηση αλλά αντί να τον τιμωρήσει αποφάσισε να τον παρουσιάσει στον αφέντη του, σαν τον γάιδαρο που έτρωγε κρέας, ψάρια και θαλασσινά και επί πλέον έπινε κρασί.

Ο Λούκιος, καθώς η νοημοσύνη του ξεπερνούσε φυσικά κατά παρασάγγες τη γαϊδουρινή και μπορούσε να κάνει πράγματα που μόνο άνθρωπος έκανε, θεωρήθηκε «γάιδαρος – θαύμα» και έγινε το αξιοθέατο της πόλης. Πάχυνε, το τρίχωμά του έγινε στιλπνό και στο τέλος (για τα ειδικά γαϊδουρινά του προσόντα) τον … ερωτεύθηκε μια πλούσια, όμορφη και ακόρεστη  γυναίκα! Ο Λούκιος είχε κανονικές σεξουαλικές σχέσεις με τη γυναίκα αυτή και πέρασε για λίγες βδομάδες ζωή χαρισάμενη, ώσπου το πράγμα μαθεύτηκε και ο αφέντης του αποφάσισε να τον παρουσιάσει στο θέατρο της πόλης να συνευρίσκεται επί σκηνής, όχι φυσικά με την εν λόγω κυρία, η οποία άλλωστε ανήκε στην καλή κοινωνία της πόλης, αλλά με γυναίκες καταδικασμένες να φαγωθούν από τα θηρία.

(Να μη ξεχνάμε ότι η ιστορία αυτή αναφέρεται στην εποχή της παρακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όταν δεν υπήρχαν πια πολίτες αλλά μόνον υπήκοοι, που τους αρκούσαν «άρτος και θεάματα». Το κείμενο δεν διευκρινίζει αν οι καταδικασμένες να φαγωθούν από τα θηρία ήταν Χριστιανές ή άλλες).

Η αλήθεια είναι πως ο Λούκιος φοβόταν και ντρεπόταν να συνευρεθεί δημοσία στο θέατρο της πόλης αλλά δε μπορούσε να κάνει τίποτα. Όταν μάλιστα είδε πως η ερωτική κλίνη που του ετοίμασαν ήταν στρωμένη με τριαντάφυλλα, θυμήθηκε αυτό που του είχε πει η Παλαίστρα, πως ήταν το αντίδοτο στη μαγική αλοιφή και … όρμησε. Χωρίς να πειράξει τη δύστυχη κοπέλα, έπεσε πάνω στα τριαντάφυλλα και σε λίγο το κατάπληκτο κοινό είδε στη σκηνή στη θέση του γαϊδάρου έναν γυμνό άνθρωπο. Έγινε φυσικά πάταγος και, όταν πέρασαν οι πρώτες εντυπώσεις, πολλοί τον θεώρησαν μάγο και ζήτησαν να δικαστεί. Για καλή του τύχη όμως, στο θέατρο παρευρισκόταν ο διοικητής της πόλης, που ήταν φίλος του πατέρα του και αυτό τον έσωσε.

Έχοντας πια ανθρώπινη μορφή και ντυμένος αξιοπρεπώς πήγε να δει την πλούσια και όμορφη γυναίκα με την οποία είχε ερωτικές σχέσεις ως γάιδαρος, σκεφτόμενος πως αφού τον αγάπησε όταν ήταν ζώο θα τον υπεραγαπούσε ως άνθρωπο. Πραγματικά η γυναίκα τον δέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες, αλλά όταν ήρθε η ώρα του έρωτα, προς μεγάλην απογοήτευσή της  διαπίστωσε πως ο άνθρωπος-Λούκιος δεν είχε διατηρήσει τα ειδικά προσόντα που είχε ο γάιδαρος-Λούκιος και τον έδιωξε αμέσως από το σπίτι της!

 




from Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.