Η τούμπα και η βεντέτα

Τι το κοινό να έχουν τάχα οι λέξεις του τίτλου; Με μια πρώτη ματιά, δύσκολο είναι να βρεθεί κοινό στοιχείο ανάμεσα σε… σε τι, αλήθεια; Ποιες είναι οι σημασίες των λέξεων αυτών;

Με το που κάνουμε την ερώτηση, βρίσκουμε και τον δρόμο προς την απάντηση. Δεν υπάρχει μία βεντέτα, έχουμε δυο λέξεις που γράφονται με τον ιδιο τρόπο, δυο ξεχωριστά λήμματα στο λεξικό: αφενός το έθιμο της αντεκδίκησης ιδίως στην Κρήτη και στη Μάνη, αφετέρου το διάσημο πρόσωπο από τον κινηματογράφο ή τον χώρο του θεάματος και του αθλητισμού και κατ’ επέκταση κάποιον που φέρεται υπεροπτικά, που βεντετίζει.

Παρόμοια, η τούμπα μπορεί να είναι το πέσιμο, το αναποδογύρισμα, είναι όμως και το χάλκινο πνευστο μουσικό όργανο. (Υπάρχει και μια τρίτη τούμπα, ο λόφος που έχει δημιουργηθεί από συσσωρευμένα χώματα -ας την αφήσουμε προς το παρόν).

Το ενδιαφέρον με αυτά τα ζευγάρια λέξεων είναι ότι ενώ γράφονται με τον ίδιο τρόπο (είναι ομόγραφα), κανονικά δεν προφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Κανονικά, η βεντέτα/αντεκδίκηση προφέρεται με έρρινο το ντ, βενdέτα, ενώ η βεντέτα/διάσημος με άρρινο το ντ, βεdέτα.

Προσέξτε ότι χρησιμοποιώ το «κανονικά» για να υπονοήσω την επιφύλαξή μου ως προς το αν όλοι ή οι συντριπτικά περισσότεροι οι φυσικοί ομιλητες της ελληνικής όντως συμπεριφέρονται έτσι.

Αν συμβουλευτείτε τις λέξεις στο ΛΚΝ, που δίνει και τη φωνητική μεταγραφή των λημμάτων, θα δείτε ότι η τούμπα/αναποδογύρισμα μεταγράφεται [túmba] (το ίδιο και η τούμπα/λόφος) ενώ η τούμπα/χάλκινο πνευστό μεταγράφεται [túba]. Η βεντέτα/αντεκδίκηση μεταγράφεται [vendéta] αλλά για την άλλη βεντέτα περιέργως το ΛΚΝ δεν δίνει φωνητική μεταγραφή, μάλλον απο αβλεψία. Κανονικά θα ήταν [vedéta].

Τα δυο αυτά ζευγάρια «ομόγραφων αλλά κανονικά όχι ομόηχων» λέξεων είναι αρκετά γνωστά και στοιχηματίζω πως τα έχουμε συζητήσει κι εδώ σε σχόλια. Τα συνάντησα ξανά σε ένα ενδιαφέρον βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα και που θα παρουσιάσω σήμερα. Ο τίτλος του είναι «Πώς το είπες;» με υπότιτλο «Κανόνες εκφοράς ελληνικής γλώσσας». Συγγραφέας ο επικοινωνιολόγος Μάνος Σιφονιός, που μου το χάρισε τις προάλλες. Αλλά δεν το χάρισε μόνο σε μένα, διότι εκτός από την έντυπη μορφή του το βιβλίο κυκλοφορεί και σε ηλεκτρονική μορφή, το δε ηλεβιβλίο διατίθεται δωρεάν και μπορείτε να το διαβάσετε στον ιστότοπο postoeipes.gr, που είναι αφιερωμένος στο βιβλίο.

Μπορείτε να φυλλομετρήσετε το βιβλίο του Σιφονιού -έτσι κι αλλιώς δεν είναι μεγάλο, μαζί με προλόγους και επίμετρο δεν φτάνει τις 90 σελίδες. Είναι οργανωμένο σε μικρά κεφάλαια, με ευρηματικούς τίτλους (π.χ. Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδγιά; ή Και πώς λέμε μαdάμ τις ξένες λέξεις;), γραμμένο ανάλαφρα και με χιούμορ. Δίνει αρκετες αφορμές για προβληματισμό και πιστεύω πως καλά θα έκαναν να το διαβάσουν όλοι όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με την εκφορά λόγου. Από την άλλη, υπάρχουν σημεία που δεν συμφωνώ και θα τα αναφέρω στη συνέχεια -μοιραία, σε αυτά θα δώσω μεγαλύτερη έκταση.

Η βεντέτα και η τούμπα βρίσκονται στη σελίδα 32 του βιβλίου, στο κεφάλαιο για τον τρόπο προφοράς των ξένων λέξεων που έχουν σύμπλεγμα μπ, γκ, ντ.

Ο Σιφονιός δίνει και άλλα δύο παραδείγματα «ομόγραφων αλλά κανονικά όχι ομόηχων» λέξεων.

  •  την καμπάνα όπου όταν πρόκειται για το σήμαντρο προφέρεται ένρινα, καμbάνα, ενώ όταν δηλώνει το παραλιακό κατάλυμα «πρέπει να» εκφέρεται άρρινα, καbάνα, και
  • το ντάμπινγκ, όπου όταν πρόκειται για την τακτική να προσφέρονται εμπορεύματα σε τιμή χαμηλότερη του κόστους (dumping) η λέξη «πρέπει να» εκφέρεται «ξεχωρίζοντας ελαφρά» τα μ και π, ντάμ-πινγκ, ενώ όταν πρόκειται για την αντιγραφή οπτικοακουστικού μέσου (dubbing) «πρέπει να εκφέρεται» άρρινα. Τα εισαγωγικά που βάζω δηλώνουν ότι έχω επιφυλάξεις.

Θα επιστρέψω στα ένρινα και στα άρρινα, αλλά θέλω να αναφέρω και μια άλλη κατηγορία «ομόγραφων αλλά όχι ομόηχων» λέξεων, όπου η μη ομοηχία οφείλεται στο φαινόμενο της συνίζησης, δηλαδή η προφορά της λέξης διαφέρει ανάλογα με το αν προφέρεται ή όχι ασυνίζητη η λέξη.

Ο τίτλος του σχετικού κεφαλαίου είναι: Με σκι-ά-ζεις και με σκιά-ζεις. Πράγματι, όταν προφέρουμε το «σκιάζω» τρισύλλαβο, χωρίς συνίζηση, σκι-ά-ζω, σημαίνει «κάνω σκιά». Όταν το προφέρουμε δισύλλαβο, με συνίζηση, σημαίνει «τρομάζω κάποιον». (Παρεμπιπτόντως, η ετυμολογία των λέξεων είναι η ίδια, η σκιά).

Έχουμε αρκετά τέτοια ζευγάρια. Να ποια δίνει ο Σιφονιός, με πρώτη την συνιζημένη εκφορά.

  • άδεια (αδειανή) αλλά άδει-α (συγκατάθεση, διοικητική πράξη κτλ.)
  • ακρίβεια (υψηλές τιμές) αλλά ακρίβει-α (σωστή μέτρηση)
  • βιάζομαι (είμαι βιαστικός) αλλά βι-άζομαι (υφίσταμαι βία)
  • έννοια (νοιάξιμο, και έγνοια) αλλά έννοι-α (νόημα)
  • ήπια (αόριστος του πίνω) αλλά ήπι-α (επίθ. ήπιος)
  • λόγια (λέξεις) αλλά λόγι-α (καλλιεργημένα, έντεχνα)
  • μαλλάκια (μαλλιά) αλλά μαλάκι-α (θαλασσινά)
  • ποιον (ερωτηματική αντωνυμία) αλλά ποι-όν (το ποιόν, ιδιότητα)
  • σκιάζω (τρομάζω) αλλά σκι-άζω (κάνω σκιά)

Βέβαια, τα μαλλάκια δεν είναι ομόγραφα με τα μαλάκια, ούτε και το ποιόν με το «ποιον;» (που δεν παίρνει τόνο στο σημερινό σύστημα).

Ο Σιφονιός δίνει και μια άλλη περίπτωση, το «μοιάζω» (φαίνομαι ίδιος) και το μι-άζω (= μολύνω). Μου φαίνεται όμως πως δεν υπάρχει τέτοια λέξη, μιαίνω λέμε.

Αναρωτιέμαι αν μπορείτε να βρείτε άλλα ζευγάρια «ομόγραφων αλλά όχι ομόηχων» λέξεων. Εγώ το μόνο που βρήκα, αν και δεν αφιέρωσα πολύ χρόνο στην έρευνα, είναι το ζευγάρι σκιας (ο αγριάνθρωπος) – σκιάς (γενική του «σκιά») όπου βέβαια υπάρχει διαφορά στον τονισμό. Ο σκιας δεν βγαίνει από το σκιάζω αλλά είναι τουρκικό δάνειο.

Ας επιστρέψουμε όμως στα ένρινα, που τα έχουμε τόσες φορές συζητήσει κι εδώ.

Τα συμπλέγματα μπ, ντ και γκ (ή γγ) τα εξετάζει ο Σιφονιός από τη σελ. 23 και μετά. Αυτά προφέρονται άλλοτε ένρινα (μb, νd, νg, π.χ. αμbέλι, ένdομο, ανgάθι) και άλλοτε άρρινα π.χ. στην αρχή της λέξης (bαίνω, dύνω, gαρίζω). Υπάρχει κι ένας τρίτος τρόπος εκφοράς, με χωριστά τα δύο σύμφωνα, που κανονικά μόνο σε ξένες λέξεις ακούγεται (π.χ. ίν-τερνετ, όχι ίνdερνετ ή ίdερνετ).

Εκτός από τη αρχή της λέξης, άρρινα προφέρονται τα μπ, γκ, ντ και όταν τα συναντάμε σε σύνθετες λέξεις που το δεύτερο συνθετικό τους αρχίζει από τα συμπλέγματα αυτά, π.χ. ξαναbήκα, καραbογιά, ξεdύνω, ή σε περιπτώσεις χρονικής αύξησης (π.χ. έdυσα), καθώς και όταν (σελ. 26) τα συναντάμε στη δεύτερη συλλαβή λέξης που και η πρώτη συλλαβή της αρχίζει από αυτό το σύμπλεγμα, πχ. μπαbάς, νταdά, γκάgαρος. (Να σημειωθεί εδώ ότι η λέξη μπαμπάς έχει γαλλική ετυμολογία -όπως γράφει ο Σιφονιός- μόνο αν εννοεί το γλύκισμα. Αν σημαίνει τον πατέρα, είναι τουρκικό δάνειο).

Τα πράγματα μπλέκουν όταν έχουμε δάνεια από ξένες γλώσσες. Ο Σιφονιός διακρίνει περιπτώσεις ανάλογα με το πώς γράφεται η ξένη λέξη.

Όταν στην ξένη λέξη έχουμε b, g, d τα αντίστοιχα ελληνικά δάνεια τα προφέρουμε άρρινα: βίdεο (και όχι βίνdεο), μαdάμ, ζιgολό.

Όμως όταν στην ξένη λέξη έχουμε mb, nd, ng τα αντίστοιχα δάνεια τα προφέρουμε ένρινα: ζαμbόν, στάνdαρ, μαρένgα.

Όταν στην ξένη λέξη έχουμε mp, nt, ο Σιφονιός κάνει την εύστοχη παρατήρηση ότι όταν το δάνειο είναι παλιό και η λέξη έχει τριφτεί στα ελληνικά, τότε το σύμπλεγμα nt, mp της ξένης λέξης το προφέρουμε νd και μb, και όχι ν-τ και μ-π.

Δηλαδή, λέμε π.χ.. κάμπος προφέροντας κάμbος, παρόλο που προέρχεται απο το λατινικό campus ή ρομανdικός (παρά το romantique)  ή φανdάρος (παρά το fantaria)

Ωστόσο, για πιο νέα δάνεια ο ίδιος συνιστά την χωριστή προφορά, όπως στο ίν-τερνετ, αλλά και στη σαμ-πάνια ή την αν-τίκα, ακόμα και στο ντοκουμέν-το.

Εδώ έχουμε επιφυλάξεις. Καταρχάς, θα ήταν ουτοπικό αλλά και καταρχήν απαράδεκτο να πρέπει να ξέρεις πώς γράφεται μια ξένη λέξη για να μπορέσεις να μιλήσεις τη δική σου γλώσσα. Έπειτα, παρόλο που και το ΛΚΝ, συμφωνώντας με τον Σιφονιό, δίνει την προφορά dokuménto (ν-τ δηλαδή) ή [kompanía] (μ-π δηλαδή) πολύ αμφιβάλλω αν η πλειοψηφία των φυσικών ομιλητών συμπεριφέρεται έτσι. Αν θυμηθούμε τη Μπέλλου να τραγουδάει, νομίζω ότι προφέρει την κουβέντα όπως και τα ντοκουμέντα, δηλαδή προφέρει dokuménda, το ίδιο και με την κομπανία. Πολλοί προφέρουν «σαμ-πάνια» επειδή ξέρουν τη γαλλική λέξη, λιγότεροι όμως αν-τίκα.

Εσείς πώς τα προφέρετε αυτά;

Σαμ-πάνια, σαμbάνια ή σαbάνια;
Αν-τίκα, ανdίκα ή αdίκα;
Ντοκουμέν-το, ντοκουμένdo ή ντοκουμέdο;
Κομ-πανία, κομbανία ή κοbανία;

Εγώ ταλαντεύομαι ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο για τη σαμπάνια, ίσως και για την αντίκα, αλλά στις άλλες δύο περιπτώσεις τα προφέρω ένρινα, όχι χωρισμένα.

Να πω παρεμπιπτόντως ότι έχει λάθος ο Σιφονιός όταν λέει ότι η μαρμάγκα προφέρεται άρρινη (μαρμάgα) επειδη ετυμολογείται από το αλβανικό merimage. Σύμφωνα με το ΛΚΝ η αλβανική λέξη γράφεται merimang(ë), έρρινη δηλαδή, ενώ κατά το ΛΚΝ πάλι η ελληνική λέξη προφέρεται έρρινη, [marmáŋga]. Υπάρχουν και κάποιες άλλες ετυμολογικές παρατηρήσεις, ας πούμε η ομπρέλα ή το τσιμπούσι ΔΕΝ είναι αντιδάνεια.

Βέβαια, όταν βλέπουμε ντ, μπ και γκ γραμμένο δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να διακρίνουμε αν θα προφερθεί d, νd ή ν-τ. Δεν ξέρω πώς προφέρανε πριν από εκατό χρόνια την Αντάντ (Entente, άρα κανονικά αν-ταν-τ, υποθέτω όμως ότι θα προφερόταν ανdάνd ή αdάd από τους μη γαλλομαθείς) θυμάμαι όμως επιστολές γλωσσομαθών ακροατών να διεκτραγωδούν το πώς προφέρει ο εκφωνητής του τρίτου προγράμματος της ραδιοφωνίας το «αντάντε» (είναι andante, ανdάν-τε λοιπόν).

Υπάρχει πάντως στα νέα ελληνικά (εκτός ιδιωμάτων των νησιών) μια βραδεία πορεία προς την απορρινοποιημένη προφορά. Την αναγνωρίζει και ο Σιφονιός αυτή την τάση όταν λέει πως όσο πιο λαϊκή είναι μια λέξη, τόσο πιθανότερο να προφέρεται με b, g, d. Λέει χαρακτηριστικά ότι ο Ευάνgελος προφέρεται σαφώς έρρινα, έτσι κι έτσι ο Βανgέλης, αν όμως προφέρουμε έρρινα τον Βαgέλα θα μας δείρει. Θεωρώ ότι η τάση αυτή όλο και περισσότερο θα απερρινοποιεί λέξεις.

Προχωρώντας σε άλλα θέματα, ο Σιφονιός πολύ σωστά (σελ. 35) μας συνιστά να μην προφέρουμε το παχύ σ στο σόου, ενώ παρέλειψε να επισημάνει και το γαλλικό ge στο μοντάζ, όπως το προφέρουν μερικοί για να δείξουν ότι ξέρουν γαλλικά. Μας θυμίζει επίσης (σελ. 39) ότι προφέρουμε αζβέστης, κόζμος, προζγείωση, πρόζληψη, ειζροή και επισημαίνει βέβαια ότι αυτό δεν ισχύει συνηθως για τις ξένες λέξεις, κι έτσι προφέρουμε σλόγκαν, σνίτσελ, σνομπ, ισλάμ, Μαράσλειο.

Να σχολιάσω εδώ πως όλο και συχνότερα ακούω από νέους προφορές όπως κόσ-μος (και όχι κόζμος). Μάλλον έχουμε εδώ την εκδίκηση του γραπτού λόγου. Εννοώ ότι ο νέος προφέρει αυτό που διαβάζει, ενώ παλιά που ήμασταν ολιγογράμματοι γράφαμε αυτό που προφέραμε. Κι έτσι ενώ παλιά γράφαμε π.χ. «ψάργια» επειδή έτσι το προφέραμε, σήμερα προφέρουν κάποιοι «κόσ-μος» επειδή έτσι το διαβάζουν.

Ασχολείται επίσης ο Σιφονιός (σελ. 53) με τη συνίζηση και τα λάθη υπερδιόρθωσης (προφέρουμε αδι-άβατος, αλλά αδγιάβαστος), με τα διπλά σύμφωνα (σελ. 61) που δεν προφέρονται εκτός από ορισμένες λόγιες λέξεις όπου ακούγονται ελαφρότατα (εκκεντρικός, παμμέγιστος -εδώ ανήκει και η ευφορία που προφέρεται διαφορετικά από την εφορία) και με το τελικό ν (σελ. 65).

Θα διαφωνήσω μαζί του εκεί που λέει (σελ. 66) ότι μπορούμε να πούμε «μη πας» και οτι διαφέρει σε σημασία από το «μην πας». Στα δικά μου τα αυτιά, φράσεις όπως «μη πας», «δε πιστεύω» δεν είναι φυσιολογικά ελληνικά.

Επίσης, ενώ συμφωνώ (σελ. 43) πως όταν προφέρουμε την Πέμπτη στην ουσία δεν προφέρουμε το π, δηλ. προφέρουμε Πέμτη (ή έστω, προφέρουμε πολύ αχνά το π), διαφωνώ ότι η κάμψη ακούγεται «κάμση» η ο κομψός «κομσός».

Αυτά βεβαίως ενέχουν και μπόλικον υποκειμενισμό, και μπορεί εσείς κάποια πράγματα να τα προφέρετε διαφορετικά -θυμάστε πόσο είχαμε διαφωνήσει με την προφορά της Βιέννης, αν την προφέρουμε συνιζημένη (Βjένη) ή ασυνίζητη.

Ο Σιφονιός δεν πρόσεξα να ασχολείται με τη Βιέννη, όμως το βιβλίο του έχει και άλλα ενδιαφέροντα θέματα και είναι γραμμένο με κέφι αλλά και με γνώση των πηγών. Εγώ περισσότερα δεν θα γράψω, διότι ήδη ξεπέρασα κατά πολύ το καλοκαιρινό μου όριο, αλλά εσείς μπορείτε να δείτε και το υπόλοιπο βιβλίο και να κάνετε σχόλια.

 

 

 




from Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.