Σκυλεύουν χωρίς σκύλους

Στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Στο Χριστό στο Κάστρο» υπάρχει και ο ακόλουθος διάλογος ανάμεσα στον παπα-Φραγκούλη και στον Αλεξανδρή τον ψάλτη, που ο παπάς αγαπά να τον πειράζει:

«Δε μου λές, Αλεξανδρή, τί θα πή, τώρα, στην καταβασία των Χριστουγέννων, ‘ο ανυψώσας το κέρας ημών’; Ποιός είν’ αυτός ο ανυψώσας;»

«Νά, ο ανιψιός σας» απήντα ο κύρ Αλεξανδρής, μή εννοών άλλως την λέξιν.

«Και τί θα πή ‘σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών;» ηρωτα πάλιν ο παπάς.

«Νά, σκύλα Βαβυλών» απήντα ο ψάλτης, νομίζων ότι περί σκύλας πράγματι επρόκειτο.

Τη στιχομυθία πρέπει να την έχουμε αναφέρει ξανά σαν παράδειγμα παρανόησης της εκκλησιαστικής γλώσσας. Ο ψάλτης, άνθρωπος λαϊκός, που δεν θα πήγε και πολλά χρόνια στο σχολείο, ερμηνεύει το «ο ανυψώσας», που το ψέλνει κάθε χρόνο, σαν να ήταν «ο ανηψιός σας» ενώ το «σκύλα» νομίζει ότι είναι προσδιορισμός της Βαβυλώνας, που χαρακτηρίζεται σκύλα -κυριολεκτικά ή μεταφορικά, θηλυκός σκύλος ή σκληρή ή ανήθικη γυναίκα.

Δεν είναι έτσι βέβαια. Ολόκληρη η φράση του Κανόνα είναι: Σκῦλα Βαβυλὼν τῆς Βασιλίδος Σιών, καὶ δορύκτητον ὄλβον ἐδέξατο, το οποίο μεταφράζεται στη γλώσσα μας: Η Βαβυλώνα δέχτηκε τα λάφυρα της βασιλικής Σιών και τον λεηλατημένο πλούτο της. Είναι λοιπόν «τα σκύλα», τα λάφυρα της Ιερουσαλήμ.

Εδώ κάποιος πολυτονιστής, σαν τον φίλο μας τον Αρχιμήδη, θα μας πει ότι το πολυτονικό θα μας βοηθούσε να ξεδιαλύνουμε ότι πρόκειται για τα σκύλα και όχι για τη σκύλα, αλλά βέβαια ο κυρ Αλεξανδρής άκουγε, δεν διάβαζε, κι έτσι κι αλλιώς αν μπορεί κάποιος να διακρίνει τις διαφορές της σημασίας βάσει του τονισμού δεν τις έχει ανάγκη διότι καταλαβαίνει ότι δεν μπορει να γίνεται λόγος για τη σκύλα.

Το γουστόζικο αυτό μικρογλωσσικό επεισόδιο το θυμήθηκα τις προάλλες, όταν φίλος με ρώτησε αν θεωρώ σωστή τη χρήση του όρου «σκυλεύω τη μνήμη του νεκρού».

Για να απαντήσουμε, πρέπει να δούμε τι σημαίνει το ρήμα αυτό.

Η αρχική σημασία της λέξης «σκυλεύω» είναι «απογυμνώνω νεκρό στρατιώτη από τα όπλα του». Πάμε πίσω, στους παλιούς πολέμους, όπου η μάχη δινόταν σώμα με σώμα. Τον εχθρό που μόλις είχες σκοτώσει (αλλιώς θα σε σκότωνε εκείνος) ή που τον βρήκες να κείτεται νεκρός, είχες δικαίωμα, μην πω και καθήκον, να του πάρεις τα όπλα. Πολλοί έπαιρναν και τα ρούχα του νεκρού (μονοφόρι θα είχαν τα δικά τους) αλλά αυτό ήταν ηθικά αμφισβητήσιμο (δείτε τον διάλογο στην Πολιτεία του Πλάτωνα, 469c), ενώ των όπλων η αφαίρεση ήταν απολύτως αποδεκτή.

Σταδιακά, η λέξη πήρε τη γενικότερη σημασία «λεηλατώ νεκρό» (όχι εχθρό) -κι έτσι τη χρησιμοποίησα στο χτεσινό άρθρο για τους ναζήδες που σκύλευσαν τους νεκρούς που ξέθαψαν στο Λίντιτσε. Ο Μπαμπινιώτης μένει σε αυτές τις σημασίες στο λεξικό του: αφαιρώ τον οπλισμό και την εξάρτυση νεκρού, λεηλατώ πτώμα.

Έτσι, ας πούμε, χρησιμοποιεί τη λέξη ο Καρυωτάκης στην κάλβεια παρωδία του:

Aλλά τι λέγω; Θρήνησε,
θρήνησε την πατρίδα,
νεκράν όπου σκυλεύουν
αλλοφρονούντα τέκνα της,
ω Aνδρέα Kάλβε.

Mικράν, μικράν, κατάπτυστον
ψυχήν έχουν αι μάζαι,
ιδιοτελή καρδίαν,
και παρειάν αναίσθητον
εις τους κολάφους.

Εδώ όμως μπαίνει στη μέση η παρετυμολογική σύνδεση. Είδαμε πιο πάνω τα σκύλα, τα λάφυρα (ενικός: το σκύλον) και τη σκύλα, αλλά αυτές οι δυο λέξεις, αν και ομόηχες, δεν έχουν ετυμολογική σύνδεση. Η λέξη «σκύλος» έχει βέβαια αρχαία προέλευση, από τον σκύλακα, το κουτάβι -και η Σκύλλα από την ίδια ρίζα είναι. Ωστόσο, τα σκύλα (τα λάφυρα) σύμφωνα με τους ετυμολόγους προέρχονται από άλλη ρίζα.

Ας λέει ό,τι θέλει η ετυμολογία. Ο μέσος ομιλητής, όταν ακούει «σκυλεύω κάποιον» δεν σκέφτεται τον πολεμιστή να αρπάζει την ασπίδα από τον νεκρό αντίπαλό του -σκέφτεται σκυλιά, πολλά μαζί, να έχουν βάλει στη μέση το πτώμα, να το τραβολογάνε και να το διαμελίζουν.

Κι έτσι, το ρήμα «σκυλεύω» πήρε αφενός τη σημασία «λεηλατώ», που ακόμα είναι κοντά στην αρχική, π.χ. «Οι ιδέες του σκυλεύθηκαν από τους αντιπάλους», φράση που τη δίνει παραδειγματικά το ΛΚΝ, δηλαδή οι αντίπαλοι έκλεψαν, λεηλάτησαν τις ιδέες του, αλλά αφετέρου τη σημασία «βεβηλώνω», που από τα τρία μεγάλα σύγχρονα λεξικά μας την καταγράφει μόνο το Χρηστικό, που δίνει και τις παραδειγματικές φράσεις: σκυλεύουν την ιστορία, σκυλεύεται η μνήμη τους.

Εδώ δεν έχουμε λεηλασία, κλοπή, αφαίρεση -έχουμε καθαρά βεβήλωση, τσαλαπάτημα. Κι αν ψάξουμε τα σώματα κειμένων, αυτή τη σημασια θα τη δούμε αν όχι κυρίαρχη, πάντως αρκετά συχνή -που δεν μας παραξενεύει και πολύ, αφενός επειδή η παρετυμολογία με τα σκυλιά είναι πανίσχυρη και αφετέρου επειδή στην εποχή μας δεν έχουμε και πολλές ευκαιρίες για κυριολεκτική χρήση της λέξης. Άλλωστε, το πτώμα που το λεηλατείς, το βεβηλώνεις κιόλας.

Οπότε, θα δεχτούμε τη φράση «σκυλεύουν τη μνήμη του νεκρού» με τη σημασία «βεβηλώνουν», ιδίως αφού την αναγνωρίζει ένα από τα έγκυρα μεγάλα λεξικά μας -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαραίτητα θα τη χρησιμοποιήσουμε. Κάποιοι θα προτιμήσουν να κρατήσουν το βαρύ αυτό ρήμα για χρήσεις πιο κοντινές στην αρχική σημασία και την κυριολεξία του, θα συνεχίσουν να σκυλεύουν χωρίς σκυλιά.

Το σημερινό άρθρο είναι μικρότερο από τα συνηθισμένα, κάτι που θα μπορούσε να είναι και τυχαίο. Ωστόσο, επειδή έχουν πέσει πάρα πολλά, σκοπεύω την επόμενη περίοδο, και ίσως για μερικούς μήνες, να μειώσω τη μέση έκταση των άρθρων και επίσης να καταφεύγω περισσότερο σε αναδημοσιεύσεις, επαναλήψεις άρθρων, συνεργασίες κτλ. Το καλοκαίρι που έρχεται θα βοηθήσει σε αυτή την χαλάρωση, που είναι υποχρεωτική -ελπίζω πάντως να μη σπάσει το σερί της αδιάλειπτης δημοσίευσης ενός άρθρου τη μέρα.




from Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.