Αριστερή μελαγχολία, ένα βιβλίο του Έντσο Τραβέρσο

Κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τον φιλικό εκδοτικό οίκο Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου το βιβλίο του Ιταλού ιστορικού Έντσο Τραβέρσο «Αριστερή μελαγχολία. Η δύναμη μιας κρυφής παράδοσης» σε μετάφραση του φίλου Νίκου Κούρκουλου.

Κατά σύμπτωση, ο όρος είχε ακουστεί πρόσκαιρα τον Σεπτέμβριο του 2015 όταν τον είχε χρησιμοποιήσει ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης και ύστερα ο Αλέξης Τσίπρας σε μια σύσκεψη στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ (και μας έδωσαν έναυσμα για άρθρο), αλλά το βιβλίο του Τραβέρσο δεν έχει σχέση ειδικά με την ελληνική αριστερά, η δε φράση του τίτλου είναι γνωστή από παλιότερα, είναι τίτλος έργου του Βάλτερ Μπένγιαμιν (1931).

Το βιβλίο του Τραβέρσο δεν το έχω διαβάσει, δεν το έχω ακόμα πιάσει στα χέρια μου, αλλά έχω συζητήσει με τον μεταφραστή και ξέρω σε γενικές γραμμές το περιεχόμενό του.

Θα παραθέσω ένα εκτενές απόσπασμα από την εισαγωγή, για να πάρετε μια ιδέα. Προτάσσω ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα, που μου το έστειλε ο μεταφραστής του βιβλίου.

Ο Έντσο Τραβέρσο γεννήθηκε στο Γκάβι (του Πιεμόντε) το 1957 και μεγάλωσε μέσα στις αναμνήσεις της Ιταλικής Αντίστασης, όπου είχε μπλεχτεί για τα καλά η οικογένειά του – ο πατέρας του μάλιστα έγινε, μεταπολεμικά, ο κομμουνιστής δήμαρχος της μικρής γενέθλιας πόλης του. Στην εφηβεία του επηρεάστηκε από τα ριζοσπαστικά ρεύματα της δεκαετίας του ’60 και στρατεύτηκε, πολύ νέος, στις γραμμές της Potere Operaio. Σπούδασε ιστορία στη Γένοβα και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου ολοκλήρωσε το διδακτορικό του το 1989 στην École des Hautes Études en Sciences Sociales, κάτω από την εποπτεία του Μικαέλ Λέβι. Αποτέλεσμα ήταν το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο Οι μαρξιστές και το εβραϊκό ζήτημα. Ιστορία μιας διαμάχης, 1843-1943 [Les marxistes et la question juive. Histoire d’un bat 1843-1943], που κυκλοφόρησε το 1990, με πρόλογο του Πιέρ Βιντάλ-Νακέ. Δίδαξε, για πολλά χρόνια, στο Πανεπιστήμιο της Πικαρδίας «Ιούλιος Βερν», στην Αμιέν, ενώ σήμερα είναι (από το 2013) καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης. [Στα γαλλικά του χρόνια, έγινε μέλος της LCR και στη συνέχεια στάθηκε κοντά στο NPA.]

Ο ναζισμός και ο αντισημιτισμός, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και ο μεσοπόλεμος, η ιστορία των ιδεών, η σχέση ιστορίας και μνήμης, τα όρια της έννοιας του ολοκληρωτισμού είναι μερικά από τα θέματα στα οποία έχει εστιάσει.

Στα ελληνικά έχουν ήδη κυκλοφορήσει, από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, τα βιβλία του Διά πυρός και σιδήρου: Περί του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου, 1914-1945 (2013), Οι ρίζες της ναζιστικής βίας: Μια ευρωπαϊκή γενεαλογία (2013), Τι απέγιναν οι διανοούμενοι; (2014) και Η ιστορία ως πεδίο μάχης: Ερμηνεύοντας τις βιαιότητες του 20ού αιώνα (2016).

Παρεμβαίνει συχνά, με άρθρα του, στις ιστορικές και πολιτικές διαμάχες του καιρού μας. Στα τέλη του 2014 βρέθηκε στην Ελλάδα, σε μια σημαδιακή στιγμή, για να δώσει την Όγδοη Ετήσια Διάλεξη προς τιμήν του Νίκου Πουλαντζά (17 Δεκεμβρίου 2014). Το κείμενο της διάλεξης εκδόθηκε σε βιβλιαράκι: Αναμνήσεις από το μέλλον: οι πολιτικές χρήσεις του παρελθόντος, μτφ. Βαγγία Λυσικάτου, Νήσος & Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2015. Πολύ πρόσφατα, τούτο το Φλεβάρη [2017], κυκλοφόρησε το βιβλίο του Les nouveaux visages du fascisme (στη σειρά των συζητήσεων με τον Règis Meyran).

Άλλα σημαντικά έργα του [αμετάφραστα]: Les marxistes et la question juive. Histoire d’un débat 1843-1943 (με πρόλογο του Pierre Vidal-Naquet, 1990), Les Juifs et l’Allemagne. De la «symbiose judéo-allemande» à la mémoire d’Auschwitz (1992), Siegfried Kracauer. Itinéraire d’un intellectuel nomade (1994), Le passé, modes d’emploi. Histoire, mémoire, politique (2005), La fin de la modernité juive. Histoire d’un tournant conservateur (2013). Έχει επιμεληθεί, μεταξύ άλλων, την έκδοση του τόμου Le totalitarisme. Le XXe siècle en bat (2001).

Δημοσιεύω στη συνέχεια ένα εκτενές απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου.

Για πάνω από έναν αιώνα η ριζοσπαστική αριστερά εμπνεύστηκε από την περίφημη εντέκατη θέση του Μαρξ για τον Φόιερμπαχ: μέχρι σήμερα οι φιλόσοφοι αρκέστηκαν να ερμηνεύουν τον κόσμο, τώρα πρέπει να τον αλλάξουμε. Όταν, το 1989, η αριστερά απόμεινε «χωρίς πνευματικό καταφύγιο», έχοντας συνειδητοποιήσει την αποτυχία των προηγούμενων προσπαθειών για ν’ αλλάξει τον κόσμο, χρειάστηκε να αναθεωρήσει τις ίδιες τις ιδέες με τις οποίες είχε πασκίσει να τον ερμηνεύσει. Και όταν, δέκα χρόνια αργότερα, εμφανίστηκαν νέα κινήματα που διακήρυσσαν ότι «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», χρειάστηκε να επινοήσουν εξαρχής τις διανοητικές και πολιτικές τους ταυτότητες. Χρειάστηκε να επινοήσουν εξαρχής τον εαυτό τους σφυρηλατώντας πρακτικές –καθώς και θεωρίες, πολλές φορές– ανήκουστες σ’ ένα κόσμο στερημένο από ένα ορατό, κατανοητό ή διανοητό μέλλον. Δεν μπόρεσαν όμως, σε αντίθεση με άλλες ορφανές γενιές που είχαν προηγηθεί, να «επινοήσουν μια παράδοση». Το πέρασμα από μια εποχή πυρός και σιδήρου, η οποία παρά τις πολυάριθμες ήττες της παρέμενε κατανοητή, σε μια νέα εποχή πλανητικών απειλών χωρίς ορατή διέξοδο πήρε μελαγχολικές αποχρώσεις. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα την αναδίπλωση σ’ ένα περίφρακτο σύμπαν θλίψης και αναμνήσεων, πρόκειται μάλλον για ένα σύνολο συγκινήσεων και συναισθημάτων που περιβάλλουν τη μετάβαση σε μια νέα εποχή. Είναι ο μοναδικός τρόπος να συνυπάρξουν η αναζήτηση ιδεών και σχεδίων για το αύριο με το πένθος και τη θλίψη που συνοδεύουν την εξάλειψη των επαναστατικών εμπειριών του παρελθόντος. Είναι η μελαγχολία μιας αριστεράς, ούτε αρχαϊκής ούτε ανίσχυρης, που ωστόσο δεν θέλει ν’ απαλλαγεί από το φορτίο του παρελθόντος, έστω κι αν αυτό συχνά αποδεικνύεται βαρύ. Είναι η μελαγχολία μιας αριστεράς που, παρότι στρατευμένη στους αγώνες του παρόντος, δεν αποφεύγει να κάνει έναν απολογισμό για τις συσσωρευμένες ήττες. Μιας αριστεράς που δεν παραιτείται μπροστά στην πλανητική τάξη πραγμάτων που σχεδίασε ο νεοφιλελευθερισμός αλλά η οποία μπορεί να ακονίσει τα όπλα της κριτικής της μόνο μέσα από μια ενσυναισθησιακή ταύτιση με τους νικημένους της ιστορίας, αυτό το απέραντο πλήθος στο οποίο έσμιξε, στα τέλη του 20ού αιώνα, η τελευταία γενιά των ηττημένων επαναστάσεων. Για να αποφέρει καρπούς, όμως, αυτή η μελαγχολία πρέπει να αναγνωριστεί και να γίνει αποδεχτή, αποφεύγοντας τις συνηθισμένες στρατηγικές της παράκαμψης και τις κλασικές πανουργίες της απώθησης. Υπήρξε μια εποχή όπου το να επιχειρήσει κανείς έφοδο στον ουρανό αποτελούσε τον καλύτερο τρόπο για να πενθήσει τους χαμένους συντρόφους του. Αυτή η εποχή πέρασε, η υπέρβαση της θλίψης μέσα από την έξαψη της μάχης δεν είναι πια, ή δεν είναι ακόμα, στην ημερήσια διάταξη.

Σ’ αυτό το παρελθόν, ταυτόχρονα οικείο και «άγνωστο» –βιωμένο, μεταβιβασμένο, στη συνέχεια απωθημένο και τέλος αλλότριο για τις νέες γενιές– οι διανοητικές διαμάχες ανακατεύονται με λιγότερο τυποποιημένα πολιτισμικά βιώματα. Τα χνάρια αυτής της αριστερής μελαγχολίας αναγνωρίζονται πολύ ευκολότερα στις άφθονες εκδηλώσεις του επαναστατικού φαντασιακού παρά στην πνευματική παραγωγή και τις θεωρητικές αντιδικίες. Κι αυτές οι θεωρητικές πλευρές, άλλωστε, αποκαλύπτουν πολλά στρώματα κρυφών σημασιών όταν ερμηνευτούν μέσα από το πρίσμα της συλλογικής φαντασίας που τις συνοδεύει. Γι’ αυτό το δοκίμιο τούτο ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα σε έννοιες και εικόνες χωρίς να καθιερώνει κάποια ιεραρχία ανάμεσά τους, θεωρώντας τες εξίσου σημαντικές για τον ορισμό και την έκφραση της αριστερής κουλτούρας. Τις συνδυάζει και συλλαμβάνει την αμοιβαία απήχησή τους, δείχνει εκείνο που μοιράζονται πολλά κλασικά θεωρητικά έργα με τη ζωγραφική, τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο. Στηρίζεται σε πηγές διαφορετικής φύσης που θα μπορούσαμε να τις χαραχτηρίσουμε, μαζί με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, «νοητικές εικόνες» (Denkbilder). Ο στόχος μας δεν ήταν να εγείρουμε κάποιο μνημείο ή να γράψουμε ένα επιτύμβιο, αλλά να εξερευνήσουμε ένα πολύμορφο και συχνά αντιφατικό μνημονικό τοπίο. Σε αντίθεση προς την κυρίαρχη ανθρωπιστική αγόρευση, που ιεροποιεί τη μνήμη των θυμάτων, αγνοώντας ή και απορρίπτοντας τις στρατεύσεις τους, η επαναστατική μελαγχολία στρέφει το βλέμμα της στους νικημένους. Βλέπει τις τραγωδίες που συνδέονται με τις χαμένες μάχες του παρελθόντος σαν βάρος και σαν χρέος, που περιέχουν επίσης μιαν επαγγελία λύτρωσης.

(…)

Η αριστερή μελαγχολία δεν είναι κάτι καινούργιο. Δεν εμφανίστηκε στην αυγή του 21ου αιώνα σαν απρόσμενη ανάδυση που χρειάζεται επεξήγηση, επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία. Δεν είναι μια ασθένεια της αριστεράς –ένα παθολογικό πένθος– όπως θα μπορούσε να υποθέσει μια επιφανειακή εφαρμογή των φροϊδικών κατηγοριών. Η ιστορική καμπή του 1989 απλώς την έφερε στο προσκήνιο, όμως δεν τη δημιούργησε. Η αριστερή μελαγχολία υπήρχε πάντα, διακριτική, σεμνή, συχνά υπόγεια, στις περισσότερες περιπτώσεις απαγορευμένη από το δημόσιο λόγο, λογοκριμένη από την προπαγάνδα και πάντα απρόθυμη να εκτεθεί στο φως της ημέρας. Την ονόμασα «κρυφή παράδοση», όρο που δανείστηκα από την Χάνα Άρεντ. Το 1944, είχε χαραχτηρίσει έτσι («die verborgene Tradition») την ιστορία του «παρία» ιουδαϊσμού, ανυπόταχτου σε κάθε θρησκευτικό ή πολιτικό κομφορμισμό, απείθαρχου τόσο απέναντι στη συναγωγή όσο κι απέναντι στην καθιερωμένη εξουσία. Στα μάτια της, οι καλύτεροι εκπρόσωποί του ήταν ο Χάινριχ Χάινε κι ο Μπερνάρ Λαζάρ, δυο αιρετικοί εβραίοι, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ένας καλλιτέχνης που είχε φέρει στον κινηματογράφο τη φιγούρα του shlemihl, αλήτη και περιθωριακού, καθώς και ο Φραντς Κάφκα, αταξινόμητος και βασανισμένος συγγραφέας. Όπως κι αυτή η «κρυφή παράδοση», η αριστερή μελαγχολία δεν ανήκει στο επίσημο αφήγημα του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Δεν έχει σχεδόν τίποτα κοινό με την ένδοξη εποποιία, τις περισσότερες φορές απατηλή και κίβδηλη, των θριάμβων και των μεγάλων καταχτήσεων, με λάβαρα που ανεμίζουν, σεβάσμιους ήρωες και βεβαιότητες για το μέλλον. Εντάσσεται μάλλον σε μια παράδοση ηττών που –όπως υπενθύμισε η Ρόζα Λούξεμπουργκ την παραμονή του θανάτου της– έχουν σημαδέψει την ιστορία των επαναστάσεων. Είναι η μελαγχολία του Μπλανκί και της Λουίζ Μισέλ μετά την αιματηρή καταστολή της Παρισινής Κομμούνας, η μελαγχολία της ίδιας της Ρόζας Λούξεμπουργκ που, στη φυλακή του Βρόνκε, συλλογιόταν το σφαγείο του Μεγάλου Πολέμου και τη συνθηκολόγηση του γερμανικού σοσιαλισμού, η μελαγχολία του Γκράμσι που, σε μια φασιστική φυλακή, ξανασκεφτόταν τη σχέση ανάμεσα σε «πόλεμο θέσεων» και «πόλεμο κινήσεων» μετά την αποτυχία των ευρωπαϊκών επαναστάσεων, η μελαγχολία του Τρότσκι στην έσχατη μεξικανική εξορία του, κλεισμένου πίσω από τους οχυρωμένους τοίχους του καταφυγίου του στο Κογιοακάν, η μελαγχολία του Βάλτερ Μπένγιαμιν που, εξόριστος στο Παρίσι, επανεξέταζε την ιστορία από τη σκοπιά των «υποδουλωμένων προγόνων», η μελαγχολία του Σ. Λ. Ρ. Τζέιμς που έγραφε για τον Μέλβιλ στην καραντίνα του Έλις Άιλαντ, enemy alien στις Ηνωμένες Πολιτείες του μακαρθισμού, η μελαγχολία των ινδονήσιων κομμουνιστών που επιβίωσαν από τη μεγάλη σφαγή του 1965, η μελαγχολία του Τσε Γκεβάρα στα βουνά της Βολιβίας, όταν είχε συνειδητοποιήσει ότι ο κουβανέζικος δρόμος είχε μπει σε αδιέξοδο.

Τούτο το βιβλίο προσπαθεί να αποδώσει ένα πρόσωπο σ’ αυτή την κρυφή παράδοση, να συλλάβει κάποιες σημαδιακές στιγμές της και ν’ αναδείξει τους κυριότερους εκπροσώπους της, στη θεωρία αλλά και στη ζωγραφική ή τον κινηματογράφο. Η στενοχώρια και το πένθος, το συντριπτικό αίσθημα της αποτυχίας, η θλίψη για τους φίλους και τους συντρόφους που έπεσαν, για τις ευκαιρίες που ξοδεύτηκαν, για τις καταχτήσεις που χάθηκαν, για την ευτυχία που πέταξε, συνόδεψαν την ιστορία του σοσιαλισμού από τις απαρχές του, σάμπως η διαλεκτική άλλη όψη της επαναστατικής έκστασης, όπου όλα γίνονται εφικτά, όταν νιώθεις την ευχαρίστηση να ενεργείς από κοινού και να αχτινοβολείς μέσα στη συλλογική δράση, όταν έχεις την εντύπωση ότι πετάς στον ουρανό, απαλλαγμένος από κάθε βάρος κι ικανός να δώσεις νόημα στην ιστορία. Αυτή η αριστερή μελαγχολία συσκοτίστηκε, απωθήθηκε ή εξιδανικεύτηκε από αναπαραστάσεις που την υπερέβαιναν, σκιαγραφώντας την εικόνα ενός απελευθερωμένου μέλλοντος. Έτσι, ποτίζει την ιστορία των επαναστατικών κινημάτων σάμπως υπόγειο ποτάμι, σάμπως ένα ισχυρό μα αόρατο ρεύμα, εξορκισμένο ή εξουδετερωμένο από διδακτικά και παρηγορητικά αφηγήματα. Παραφράζοντας τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, θα μπορούσε να έλεγε κανείς ότι η αριστερή κουλτούρα είναι εμποτισμένη με μελαγχολία όπως το στουπόχαρτο με μελάνι: «Αν όμως ακολουθούσαμε το στουπόχαρτο, τίποτα απ’ όσα γράφτηκαν δεν θα απέμενε». Αυτό ακριβώς το κρυφό κείμενο, αυτό το διανοητικό υπόστρωμα φτιαγμένο από συγκινήσεις και μνήμες, σκοπεύει να φέρει στην επιφάνεια τούτο το βιβλίο.

Υστερόγραφο:

Να θυμίσω ότι απόψε στις 8μμ στην Αλκυονίδα θα παρουσιάσω το βιβλίο «Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ» του Κ. Βάρναλη, στο οποίο έχω κάνει την επιμέλεια (εκδόσεις Αρχείο 2014).




from Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.