Στην Αλκυονίδα για τον Βάρναλη και την ΕΣΣΔ

Την Πέμπτη που μας πέρασε, 15 του μηνός, μίλησα στην Αλκυονίδα, στην παρουσίαση του βιβλίου «Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ», που κυκλοφόρησε το 2014 σε δική μου επιμέλεια από τις εκδόσεις Αρχείο και περιέχει τις εντυπώσεις του Κώστα Βάρναλη από το ταξίδι του στην ΕΣΣΔ το 1934, όταν είχε προσκληθεί να παρακολουθήσει το 1ο Συνέδριο της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων.

Όπως είπα και στην ομιλία μου, ήταν για μένα πολύ συγκινητικό να ξαναβρεθώ σε έναν από τους χώρους που είχα πολύ αγαπήσει στα νιάτα μου, στα φοιτητικά μου χρόνια. Η Αλκυονίς, εμβληματικός κινηματογράφος του καλού μη εμπορικού κινηματογράφου στη δεκαετία του 1970-80, είχε πάψει να λειτουργεί. Πρόσφατα εμφανίστηκε και πάλι ανακαινισμένη και ξανάρχισε τις προβολές, ταυτόχρονα με εκδηλώσεις σαν την παρουσίαση του βιβλίου του Βάρναλη, που ήταν ενταγμένη σε σειρά εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια της Οχτωβριανής επανάστασης. Να αναφέρω ότι το επόμενο Σάββατο θα παρουσιαστεί στην Αλκυονίδα το βιβλίο με τις εντυπώσεις του Δημήτρη Γληνού από την ΕΣΣΔ.

Θέλω εδώ να ευχαριστήσω τον Βελισσάριο Κοσυβάκη της New Star, της εταιρείας που διευθύνει την Αλκυονίδα (αλλά και το Στούντιο, επίσης εμβληματικό κινηματογράφο της εποχής εκείνης), για την τέλεια οργάνωση της εκδήλωσης, που περιλάμβανε και δύο μουσικές εκπλήξεις, δύο τραγούδια πάνω σε ποιήματα του Βάρναλη. Μάλιστα ένα από αυτά, ο Οχτώβρης, παίχτηκε για πρώτη φορά. Έπαιξαν ο Βαγγέλης Προδρόμου και ο Δημήτρης Σίντας και χόρεψε η Άννα Λιανοπούλου. Αποσπάσματα από το έργο του Βάρναλη διάβασε ο ηθοποιός Γιώργος Ζιώγαλας.

Θα παραθέσω πιο κάτω το γραπτό κείμενο της ομιλίας μου, αν όμως είστε οπτικοακουστικοί τύποι υπάρχει και το βίντεο της εκδήλωσης χάρη στον ιστότοπο ibdb.gr, που ειδικεύεται σε βιντεοσκοπήσεις βιβλιοπαρουσιάσεων.

Η σελίδα του βίντεο εδώ.

Η ομιλία μου:

Καλησπέρα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τη New Star και τον Βελισσάριο Κοσσυβάκη για την πρόσκληση που μου έκαναν, αλλά και εσάς που αψηφήσατε τη ζέστη και ήρθατε εδώ να με ακούσετε.

Πριν μπω στο θέμα μου, θέλω να πω ότι για τους ανθρώπους της γενιάς μου, που ήμασταν νέοι στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, η Αλκυονίδα είναι συνδεδεμένη με πολύ αγαπημένες αναμνήσεις. Θα έλεγα ότι στάθηκε για μας, μαζί με το Στούντιο και με μερικούς ακόμα χώρους, σχολείο· εγώ φοιτούσα στο Πολυτεχνείο, λίγα τετράγωνα πιο πέρα, αλλά το πανεπιστήμιό μου μπορώ να πω πως ήταν εδώ, σε αυτή την αίθουσα. Εύλογα λοιπόν αισθάνομαι μεγάλη συγκίνηση για τη σημερινήν εκδήλωση.

Θα μιλήσουμε σήμερα για το βιβλίο του Κώστα Βάρναλη «Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ», που περιλαμβάνει τις εντυπώσεις του μεγάλου Έλληνα ποιητή από τη Σοβιετική Ένωση, την οποία επισκέφθηκε το 1934, καλεσμένος μαζί με τον Δημήτρη Γληνό στο 1ο Συνέδριο των Σοβιετικών συγγραφέων, εντυπώσεις που δημοσιεύτηκαν λίγες μέρες μετά την επιστροφή του Βάρναλη στην αθηναϊκή εφημερίδα Ελεύθερος Άνθρωπος.

Το 1ο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων διοργανώθηκε στη Μόσχα τον Αύγουστο του 1934. Θέλοντας να επιδείξει τα επιτεύγματα από το πρώτο πεντάχρονο πλάνο, και με σκοπό την οικοδόμηση ενός μετώπου μπροστά στην ανερχόμενη ναζιστική απειλή, η σοβιετική κυβέρνηση προσκάλεσε στο συνέδριο αυτό πολλούς συγγραφείς από το εξωτερικό, όχι μόνο κομμουνιστές αλλά και αριστερούς, σοσιαλιστές, αντιφασίστες. Φυσικά, οι σοβιετικοί παρουσίασαν στους ξένους συνέδρους ό,τι πιο εκλεκτό είχε να επιδείξει η πνευματική και υλική παραγωγή του σοσιαλιστικού κράτους, θέλοντας να εντυπωσιάσουν τους επισκέπτες από τον καπιταλιστικό κόσμο. Φτιάχτηκαν φιλίες και σχέσεις που θα φαίνονταν χρήσιμες στους αντιφασιστικούς αγώνες που επρόκειτο να έρθουν. Το Συνέδριο στάθηκε σημαντικό και από θεωρητική άποψη, αφού εκεί διατυπώθηκε πρώτη φορά συγκροτημένα η έννοια του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού».

Από την Ελλάδα πήραν μέρος ο Κώστας Βάρναλης και ο Δημήτρης Γληνός. Με την επιστροφή τους στην Ελλάδα, άρχισαν και οι δυο να δημοσιεύουν τις εντυπώσεις τους σε συνέχειες, ο μεν Βάρναλης στην εφημερίδα Ελεύθερος Άνθρωπος, ο δε Γληνός στον Νέο Κόσμο. Στο βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα περιέχει τα άρθρα του Βάρναλη, ενώ με πολλή χαρά μαθαίνω πως το βιβλίο με τα άρθρα του Γληνού όχι μόνο εκδόθηκε επίσης παρά και πρόκειται να παρουσιαστεί εδώ στην Αλκυονίδα το ερχόμενο Σάββατο.

Σε πρώτο επίπεδο, τα άρθρα του Βάρναλη έχουν χαρακτήρα ταξιδιωτικό. Από την αυγή της ιστορίας ο άνθρωπος ταξιδεύει για να γνωρίσει καινούργια μέρη και άλλους ανθρώπους. Θυμίζω πως στον τρίτο στίχο της Οδύσσειας το εγκώμιο προς τον Οδυσσέα είναι ότι «πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω», δηλαδή γνώρισε πολλές πολιτείες και τις γνώμες πολλών ανθρώπων. Αλλά και του Ηρόδοτου η ιστορία είναι, σε μεγάλο βαθμό, έκθεση των ταξιδιών που πραγματοποίησε σε μεγάλο τμήμα του τότε γνωστού κόσμου.

Μέσα στους αιώνες λοιπόν, οι περιηγητές και οι άλλοι ταξιδευτές, ανώνυμοι και επώνυμοι, μας έχουν αφήσει γραφτά με τις περιπέτειες και τις εντυπώσεις από τα ταξίδια τους. Αυτό συνεχίστηκε και στα νεότερα χρόνια διότι, παρά τη συνεχή πρόοδο στα συγκοινωνιακά μέσα, τα ταξίδια, μέχρι και τα μέσα του εικοστού αιώνα, παρέμεναν προνόμιο λίγων εύπορων Ευρωπαίων και Βορειοαμερικανών.

Πριν από εκατό χρόνια, οι παππούδες και οι προπαππούδες μας ζούσαν σε έναν κόσμο όπου δεν υπήρχε η άμεση επαφή με άλλες χώρες και πολιτισμούς, μιαν επαφή που σήμερα την εξασφαλίζουν, μέχρι κορεσμού θα έλεγε κανείς, η τηλεόραση, το Διαδίκτυο και τα ντοκιμαντέρ. Τότε λοιπόν άνθιζε η ταξιδιωτική λογοτεχνία που πρόσφερε τέτοιες εικόνες στο διψασμένο αναγνωστικό κοινό.

Εικόνες από μακρινούς τόπους, αλλά και από διαφορετικές κοινωνίες. Και μετά την Οχτωβριανή επανάσταση, που φέτος τιμάμε τα εκατόχρονά της, ένας ιδιαίτερος τομέας της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας ήταν οι επισκέψεις στην ΕΣΣΔ, από δημοσιογράφους, λογοτέχνες ή επιστήμονες που επισκέπτονταν τη χώρα για να περιγράψουν το πρωτόγνωρο πείραμα που πραγματοποιόταν εκεί και που το δυτικοευρωπαϊκό κοινό δεχόταν, ανάλογα, άλλοι με ελπίδα και άλλοι με φόβο αλλά πάντως με έντονο ενδιαφέρον. Η Μόσχα και η Σοβιετική Ένωση δεν απείχαν πάρα πολύ από την υπόλοιπη Ευρώπη ως προς τη γεωγραφική θέση αλλά βρέθηκαν να απέχουν έτη φωτός ως προς την κοινωνική εξέλιξη.

Και στις ελληνικές εφημερίδες άρχισαν να δημοσιεύονται ταχτικά ταξιδιωτικές ανταποκρίσεις από την ΕΣΣΔ, μεταφρασμένες από εφημερίδες του εξωτερικού. Στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν εχθρικές προς την επανάσταση, πολλές δε περιείχαν εξωφρενικές διηγήσεις για τα εγκλήματα των μπολσεβίκων, την πείνα του ρωσικού λαού, την αθεΐα του νέου καθεστώτος και τον διωγμό της εκκλησίας, όπως και ευσεβείς πόθοι για λαϊκές εξεγέρσεις στο ένα ή το άλλο σημείο του κράτους, δίνοντας τη γενική εντύπωση ότι το νέο καθεστώς όπου να ’ναι θα καταρρεύσει.

Χωρίς να παραλληλίζω καταστάσεις και καθεστώτα, ο εξωφρενισμός των «ανταποκρίσεων» για τη Σοβιετική Ένωση κατά τη δεκαετία του του 1920 μπορεί να συγκριθεί με όσα διαβάζουμε σήμερα για τη Βόρεια Κορέα, όπου ο ηγέτης της χώρας βάζει άγρια σκυλιά να κατασπαράξουν τον θείο του, που τον βλέπουμε λίγους μήνες αργότερα να παρακολουθεί την παρέλαση. (Στη χώρα των Κιμ). Να προσθέσω ότι στην ειδησεογραφική (διάβαζε: προπαγανδιστική) κάλυψη της νεαρής ΕΣΣΔ ένα ιδιαίτερο στοιχείο ήταν οι γαργαλιστικές αναφορές στην υποτιθέμενη κοινοκτημοσύνη των γυναικών που είχε επιβληθεί με το νέο καθεστώς, με σκανδαλοθηρικούς τίτλους όπως «Ο ελεύθερος έρως εις την Σοβιετικήν Ένωσιν (εντυπώσεις ξένου συγγραφέως)».

Από ελληνικής πλευράς, ο πρώτος επώνυμος που έγραψε εντυπώσεις από τη Σοβιετική Ένωση πρέπει να ήταν ο δικηγόρος Ιωάννης Σοφιανόπουλος, μετέπειτα αρχηγός του Αγροτικού Κόμματος, ο οποίος επισκέφτηκε την ΕΣΣΔ το 1924 και δημοσίευσε τις εντυπώσεις του στο Ελεύθερο Βήμα, προκαλώντας και τις πρώτες αντιδράσεις των εθνικοφρόνων. [Ο Σεραφείμ Μάξιμος είχε επισκεφτεί την ΕΣΣΔ νωρίτερα, αλλά τις εντυπώσεις του τις κατέγραψε πολύ αργότερα]

Ακολούθησε ο Νίκος Καζαντζάκης με δύο επισκέψεις, το 1925 και 1927, οι εντυπώσεις από τις οποίες δημοσιεύτηκαν, αντίστοιχα, στις εφημερίδες Ελεύθερος Λόγος και Πρωία και αργότερα σε βιβλίο με τίτλο (Τι είδα στη Ρουσία).

Τον Νοέμβριο του 1927, με την ευκαιρία των δεκάχρονων της επανάστασης, επισκέφτηκε την ΕΣΣΔ αντιπροσωπεία εργατών και αγροτών μελών του ΚΚΕ. Αρκετοί από αυτούς δημοσίευσαν στη συνέχεια τις εντυπώσεις τους στον Ριζοσπάστη όπως π.χ. ο εργάτης Άγγελος Αργυρόπουλος (τέλη Ιανουαρίου – αρχές Φεβρουαρίου 1928).

Το 1930 επισκέφτηκε την ΕΣΣΔ ο γιατρός Γιάννης Αντωνιάδης θέλοντας να μελετήσει το σύστημα υγείας της χώρας. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο γιατρός Αντωνιάδης για να διευκολυνθεί στο ταξίδι του ήρθε σε συνεννόηση με την εφημερίδα Ακρόπολις και ταξίδεψε ως απεσταλμένος της με την υπόσχεση να δημοσιεύσει τις εντυπώσεις του στην εφημερίδα. Όταν όμως επέστρεψε στην Αθήνα, διαπίστωσε με οδυνηρή έκπληξη ότι ο Βουτσινάς, ο διευθυντής της Ακρόπολης, ήθελε να του υπαγορεύσει τι να γράψει. Έτσι, έβγαλε τις εντυπώσεις του σε βιβλίο «Η ζωή όπως την είδα στις σοβιετικές χώρες».

Αυτό το τελευταίο περιστατικό μας δείχνει ότι οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τη Σοβιετική Ένωση δεν ήταν, και δεν θα μπορούσαν να είναι, ξεκομμένες από την ιδεολογική πάλη.

Σε αυτό λοιπόν το κλίμα έρχονται να προστεθούν, το 1934, οι εντυπώσεις του Βάρναλη από τη Μόσχα και από το συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων, με τον τίτλο, που έγινε και τίτλος του βιβλίου, Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ.

 

Θα προσέξατε πόσο συχνά επαναλαμβάνεται το ρήμα «είδα» στα διάφορα βιβλία –τονίζεται λοιπόν το στοιχείο της μαρτυρίας, ιδίως σε μια εποχή που, το ξαναθυμίζω, δεν υπάρχει τηλεόραση, ο κινηματογράφος βρίσκεται στα σπάργανα, κι έτσι ο αναγνώστης έβλεπε πώς ζούσαν οι άνθρωποι μέσα από τα μάτια του ταξιδιωτικού συγγραφέα.

Ας ακούσουμε λοιπόν μερικά από τις πρώτες εντυπώσεις του Βάρναλη, από όσα είδε ο Κώστας Βάρναλης στη χώρα των Σοβιέτ. Θα παρακαλέσω τον Γιώργο Ζιώγαλα να μας διαβάσει ένα απόσπασμα.

 

ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ

Η τάξη και η πειθαρχία που επικρατούνε παντού στη Ρωσία, δεν είναι αποτέλεσμα βίας ή φόβου. Δεν επιβάλλεται με τον «μιλιτσιονέρο» (=πολισμάνο). Ο καθένας είναι μαθημένος να σέβεται, όπως είπα και χτες, τους άλλους. Στις στάσεις των τραμ, στις εισόδους των καταστημάτων και των θεάτρων, μπροστά στα κιόσκια των εφημερίδων, ο κόσμος κάνει ουρά. Αυτή η τάξη φτάνει πολλές φορές μέχρι σχολαστικισμού. Περασμένα μεσάνυχτα, μέσα στην έρημη σχεδόν πλατεία Σβερντλόφ, είδα τρεις ανθρώπους να περιμένουν το τραμ, αραδιασμένοι ο ένας πίσω από τον άλλο, ακίνητοι κι αμίλητοι. Όπως τους εφώτιζε το ηλεκτρικό φως κι ο ίσκιος τους ακινητούσε κι αυτός απάνω στη γυαλιστερή άσφαλτο, με κάμανε, δεν ξέρω γιατί, να μελαγχολήσω.

Αυτή την αγάπη της τάξης δεν θα την αποδώσουμε φυσικά στο φυλετικό χαραχτήρα των Ρώσων. Δεν ξέρω αν είναι προεπαναστατική ή μετεπαναστατική αρετή τους. Πάντως η νέα σοσιαλιστική αγωγή εσκότωσε μέσα στη ψυχή τους την ιδιότητα της ΚΑΠΑΤΣΟΣΥΝΗΣ, αυτήν την τόσο τιμημένη σε μας «ατομική ελευθερία» του ν’ απατά και ν’ αδικεί και να στραπατσάρει ο ένας τον άλλον χάριν της… προόδου και «της ευγενούς αμίλλης» της… ζούγκλας.

 

Ο ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Ένα από τα πιο χαραχτηριστικά σημεία του Σπαρτιατισμού της νέας Κοινωνίας, είναι η απουσία ταβερνών και καφενείων. Στα ρεστοράν φυσικά μπορεί κανείς να πιει και καφέ και μπίρα και βότκα (τα κρασιά είναι πολύ ακριβά, ώστε δεν τ’ αναφέρω καθόλου). Όμως καφενεία του δικού μας τύπου, όπου να κάθεται κανείς ξαπλωμένος ατελείωτες ώρες να λιάζεται, να καπνίζει ή να φωνασκεί και να παίζει χαρτιά και τάβλι, καθώς και ταβέρνες του δικού μας τύπου, όπου ο μερακλής πελάτης γίνεται στουπί, τραγουδάει και δημιουργεί «παρεξήγηση», δεν υπάρχουν καθόλου. Όταν όμως γίνεται κανένα «επίσημο» γλέντι, τότε μονάχα θα καταλάβεις, ότι το θρυλικό «Ρούσικο μεθύσι» δεν έχει, όπως άλλοτες, την έννοια της αποχτήνωσης, αλλά της πιο ενθουσιασμένης εγκαρδιότητας. Το πιοτό, είναι κι εδώ το μαγικό ραβδί της Κίρκης, μα δεν μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε χοίρους, αλλά σε χαρούμενα παιδιά. Το θέαμα των Ρώσων, που γλεντάνε, με συγκίνησε πάντα πολύ βαθιά. Αλλά θα γράψω ξεχωριστά γι’ αυτό το θέμα.

Προσέξατε ότι ο Βάρναλης συγκρίνει τα όσα είδε στην ΕΣΣΔ με την κατάσταση στην Ελλάδα. Αυτό το κάνει συνεχώς στο βιβλίο, ενώ αλλού οι συγκρίσεις γίνονται με την αναπτυγμένη Δυτική Ευρώπη, που ο Βάρναλης είχε το προνόμιο να τη γνωρίζει έχοντας ζήσει στο Παρίσι, ή με τη φασιστική Γερμανία –θυμίζουμε πως ο Χίτλερ είχε μόλις πάρει την εξουσία. Οι συγκρίσεις φτάνουν μέχρι και τη μυρωδιά. Ο Βάρναλης αποφαίνεται ότι «η μυρωδιά της Μόσχας είναι η λαχανίλα». Παρεμπιπτόντως, όταν πρόσφατα εξέδωσα τα «Αττικά», τα χρονογραφήματα του Βάρναλη για την Αθήνα και την Αττική, συνειδητοποίησα πόσο οξεία πρέπει να είχε την όσφρηση ο Βάρναλης, αφού πολύ συχνά αναφέρεται σε μυρωδιές, ευχάριστες και δυσάρεστες.

Αυτό που εντυπωσίασε τον Βάρναλη ήταν η αξιοπρεπής λιτότητα, ο σπαρτιατισμός όπως το λέει, της νέας κοινωνίας. Να διαβάσω κι εγώ ένα άλλο απόσπασμα, με εικόνες από την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Μόσχας.

 Δρόμος.

Ανάμεσα στο σπίτι, στο εργοστάσιο, στο κατάστημα, στο γραφείο και στο δρόμο δεν υπάρχει και μεγάλη διαφορά ως προς την εξωτερική εμφάνιση των ανθρώπων. Ο δρόμος είναι σαν συνέχεια του σπιτιού, του εργοστασίου κ.τ.λ. Γιατί δεν υπάρχει λούσο. Όλοι ντυμένοι πολύ απλά, οικονομικά, σχεδόν ομοιόμορφα. Ένα λινό πουκάμισο, κεντημένο ή όχι, μια ζώνη κι ένα πανταλόνι ή λινό ή μάλλινο κι ο άντρας είναι ντυμένος τώρα το καλοκαίρι. Οι γυναίκες ξεκάλτσωτες ή με κοντά καλτσάκια λίγο πιο απάνω από τα σφυρά, με φτηνό φουστάνι, με άσπρα πάνινα παπούτσια και χωρίς καπέλο· ωστόσο βάφουνε τα χείλη τους. Αλλ’ αν πολύ δύσκολα θα ιδείς άντρα με κολάρο και ρεμπούμπλικα (ποτές μπαστούνι!) ή γυναίκα με ψηλά τακούνια και μεταξωτό φόρεμα, όμως δε θα δεις και κουρελήδες ή βρόμικους.

Όλοι οι δρόμοι είναι γεμάτοι κόσμο όλες τις ώρες της ημέρας.(…)

Κάπου κάπου καμιά συντρόφισσα με κόκκινη γραβάτα ή κόκκινο μαντήλι στο κεφάλι περνάει αυστηρή από το δρόμο. Είναι κομσομόλα (ανήκει στην κομμουνιστική νεολαία) ή ουντάρνικα (εργάτισσα… εφόδου, ήτοι από τις καλύτερες). Ε, τότε θα ’χει και… παράσημο. Παράσημο έχουν και όσοι πετυχαίνουν ένα ορισμένο ρεκόρ σε διάφορα αθλητικά αγωνίσματα. Άμα όμως ιδείς γυναίκα με παράσημο, απελπίσου. Είναι θηρίο αρετής.

Προσέξτε εδώ ότι ο Βάρναλης δίνει εξηγήσεις προς τον αναγνώστη. Η κομσομόλα, λέει, είναι μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας. Αν ο Βάρναλης έγραφε στον Ριζοσπάστη, μια τέτοια επεξήγηση θα ήταν περιττή. Όμως οι εντυπώσεις του Βάρναλη δεν δημοσιεύονται στον Ριζοσπάστη αλλά σε μια άλλη εφημερίδα, τον Ελεύθερο Άνθρωπο –σε μια «αστική» εφημερίδα, θα λέγαμε. Αξίζει κάποιον σχολιασμό αυτό.

Η εφημερίδα Ελεύθερος Άνθρωπος, πρωινή πανελλήνιος εφημερίς κοινωνικής και πολιτικής πρωτοπορίας όπως αυτοχαρακτηριζόταν, εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 1930  από τον Κώστα Αθάνατο, με διευθυντή συντάξεως και αργότερα αρχισυντάκτη τον Δημήτριο Πουρνάρα, έως τον Οκτώβριο του 1933 που ο Πουρνάρας αποχώρησε για να ιδρύσει τον Ανεξάρτητο.

Η εφημερίδα από το πρώτο κιόλας φύλλο της ήρθε σε σύγκρουση με τον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, χωρίς όμως να προσχωρήσει στο δεξιό αντιβενιζελικό στρατόπεδο· συχνά η κριτική της προς τον Βενιζέλο γινόταν από τα αριστερά, ωστόσο είχε σαφή αντίθεση και με τους κομμουνιστές. Κατά καιρούς η εφημερίδα υποστήριζε το Αγροτικό Κόμμα, ενώ αρκετές φορές αντιμετώπιζε με συμπάθεια την ΕΣΣΔ.

Ο Ελεύθερος Άνθρωπος ήταν εφημερίδα «εμπορική», με κραυγαλέους τίτλους στα άρθρα και πομπώδες ύφος. Είχε υψηλή κυκλοφορία, την οποία δεν έπαυε να προβάλλει, και την οποία τόνωνε προσφέροντας δώρα στους αναγνώστες της, ιδίως βιβλία (που ήταν δική της έκδοση, πολλά αξιόλογα και προοδευτικού περιεχομένου, όπως μεταφράσεις αρχαίων ή σοβιετική λογοτεχνία),  αλλά ακόμα και οικόπεδα στη Γλυφάδα –δεν ήταν άλλωστε η μόνη, μαινόταν τότε (και τότε, θα έλεγε κανείς) ο ανταγωνισμός μεταξύ των εφημερίδων σε προσφορές, με αποτέλεσμα τελικά να απαγορευτεί, το 1932, η προσφορά δώρων, ακόμη και βιβλίων.

Οι εντυπώσεις από την ΕΣΣΔ ήταν η πρώτη και μοναδική συνεργασία του Βάρναλη με τον Ελεύθερο Άνθρωπο, αν και η εφημερίδα, ιδίως όσο ήταν αρχισυντάκτης ο Δημ. Πουρνάρας, είχε αρκετές αναφορές στον ποιητή, και είχε αναδημοσιεύσει το 1932 μια παρωδία του Βάρναλη στην οποία σατίριζε τον Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Τα πρώτα χρόνια, το ΚΚΕ κρατούσε έντονα αρνητική στάση απέναντι στον Ελεύθερο Άνθρωπο, ακριβώς επειδή, εξαιτίας της υψηλής κυκλοφορίας του και της αριστερίζουσας γραμμής του, επηρέαζε πολλούς εργάτες φίλους του ΚΚΕ («αστική εφημερίδα απ’ τις πιο επικίνδυνες μάλιστα για το επαναστατικό κίνημα»). Βέβαια, και απέναντι στον υπόλοιπο «αστικό» τύπο το ΚΚΕ ήταν, έως και το 1935, έντονα αρνητικό, ακολουθώντας την παλιά γραμμή της άρνησης των συμμαχιών και της ισοπέδωσης των διαφορών, την οποία σταδιακά αναθεώρησε, πιο αποφασιστικά μετά το 6ο Συνέδριό του τον Δεκέμβριο του 1935.

Επομένως, όταν το φθινόπωρο του 1934, σε μια περίοδο μεταβατική, καθώς είχε δρομολογηθεί η στροφή του ΚΚΕ και της Κομμουνιστικής Διεθνούς στα θέματα των συνεργασιών, o Βάρναλης δημοσιεύει στον Ελεύθερο Άνθρωπο τις εντυπώσεις του από την επίσκεψη στην ΕΣΣΔ, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η συνεργασία αυτή είχε την έγκριση του κόμματος, το ίδιο όπως και η αντίστοιχη δημοσίευση των άρθρων του Δ. Γληνού στον Νέο Κόσμο.

Το 1934 ο Βάρναλης μόλις είχε ολοκληρώσει τη «δημιουργική δεκαετία» του, όπως την αποκαλεί ο Γιάννης Δάλλας, κατά την οποία έδωσε τα πιο σημαντικά έργα του. Είχε καταξιωθεί στην πνευματική ζωή της χώρας ως ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες και συμμετείχε στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες στο πλευρό του ΚΚΕ, αν και δεν ήταν μέλος του κόμματος (και δεν έχει επιβεβαιωθεί αν έγινε ποτέ μέλος του). Οι εντυπώσεις από τη Μόσχα δεν είναι βεβαίως λογοτεχνία· είναι δημοσιογραφία, ωστόσο δεν παύουν να είναι γραμμένες από την πένα του Βάρναλη.

Να κάνουμε εδώ μια παρένθεση: ο Βάρναλης με τις ανταποκρίσεις του αυτές κάνει, ουσιαστικά, τα πρώτα του βήματα στη δημοσιογραφία ή έστω τα δεύτερα, αν υπολογίσουμε και τη συνεργασία του, το 1926, με τη βραχύβια εφημερίδα Πρόοδος, που ως απεσταλμένος της ταξίδεψε στο Παρίσι και στη Γαλλία το 1926 και δημοσίευσε εκεί ανταποκρίσεις τις οποίες συμπεριέλαβα στο βιβλίο Γράμματα από το Παρίσι, που έχει εκδοθεί σε δική μου επιμέλεια επίσης από τις εκδόσεις Αρχείο.

Θυμίζω ότι ο Βάρναλης εργαζόταν πολλά χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση, αλλά είχε απολυθεί ύστερα από το «σκάνδαλο των Μαρασλειακών», όταν πρώτος μπήκε στο στόχαστρο της αντιδραστικής αντεπίθεσης που ήθελε (και κατάφερε) να εξαρθρώσει τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γληνού και του Δελμούζου. Μετά τη σύντομη συνεργασία με την Πρόοδο, για μερικά χρόνια εργάστηκε ως συντάκτης σε λεξικά και εγκυκλοπαίδειες, μια δουλειά που, όπως ο ίδιος έλεγε, τον εξαντλούσε. Με τη συνεργασία του αυτή με τον Ελεύθερο Άνθρωπο εγκαινιάζει τη μονιμότερη προσέγγισή του προς τη δημοσιογραφία –θα ακολουθήσει συνεργασία με τον Ανεξάρτητο, με τον Ριζοσπάστη και, μετά τη δικτατορία του Μεταξά με την Πρωία, μεταπολεμικά πάλι με τον Ριζοσπάστη όσο ήταν νόμιμος, ύστερα με κεντροαριστερές εφημερίδες, και τελικά ο λογοτέχνης και απολυμένος εκπαιδευτικός Βάρναλης θα συνταξιοδοτηθεί ως δημοσιογράφος το 1958 από την Αυγή.

Ας γυρίσουμε όμως στη συγκεκριμένη δημοσιογραφική του δουλειά. Ασφαλώς, ο πεπεισμένος κομμουνιστής Βάρναλης δεν γράφει απλώς τις εντυπώσεις του από τη Μόσχα. Γράφει επίσης για να πείσει τους αναγνώστες του για την υπεροχή του σοβιετικού συστήματος και για την ανάγκη εγκαθίδρυσης ανάλογου καθεστώτος και στην Ελλάδα. Θέλοντας λοιπόν να φτάσει σε όσο το δυνατόν πλατύτερο κοινό, διάλεξε όχι το κομματικό όργανο, τον Ριζοσπάστη, αλλά μια «αστική», έστω και αριστερίζουσα, εφημερίδα με πολύ μεγαλύτερη κυκλοφορία. Απευθυνόμενος σε αυτό το πλατύτερο κοινό, ο Βάρναλης είναι πιο συγκρατημένος στη φρασεολογία του, αποφεύγει κάποιες «χαρακτηρισμένες» λέξεις της κομμουνιστικής ιδιολέκτου, αλλά δεν κρύβει την τοποθέτησή του. Για τον ίδιο λόγο, επειδή απευθύνεται σε ευρύ κοινό, δίνει εξηγήσεις π.χ. για τη λέξη «κομσομόλος».

Να κάνουμε μιαν ακόμα ανάπαυλα και να ακούσουμε ένα ακόμα απόσπασμα από το βιβλίο, που περιγράφει την επίσκεψη του Βάρναλη σε έναν βρεφονηπιακό σταθμό. Να επισημάνω ότι το 1934 που γράφεται το κείμενο, τέτοιοι σταθμοί δεν υπήρχαν στην Ελλάδα. Πρέπει επίσης να αναφέρω πως ο Βάρναλης, ως παιδαγωγός, πουθενά αλλού δεν συγκινείται τόσο όσο όταν βλέπει τη φροντίδα για το παιδί και για το σχολείο, που βέβαια τα αντιδιαστέλλει με την κατάσταση στην Ελλάδα. Σε κάποιο σημείο μάλιστα των εντυπώσεών του γράφει: Γι’ αυτό το παιδί δουλεύει και θυσιάζεται όλη η σημερινή γενεά, γι’ αυτό το παιδί το Σοβιετικό καθεστώς είναι αληθινός… «Παράδεισος».

Ακούμε λοιπόν τις εντυπώσεις από τον βρεφονηπιακό σταθμό.

Ένα τέτοιο σταθμό επισκεφθήκαμε στο Μπογκορόσκοε (όλοι οι σταθμοί της περιοχής είναι δέκα). Από τη σκάλα μας υποδεχτήκανε… τα μιαουρίσματα μερικών μπέμπηδων. Ώστε κλαίνε οι… άγγελοι του μπολσεβικικού παραδείσου; Μήπως είναι από την πείνα;  Απ’ εδώ λοιπόν αρχίζει η… τραγωδία του Ρωσικού Λαού;  Ή απλώς οι μικροί αυτοί μπολσεβίκοι του… αβγού μαθαίνουν από τώρα να… χαλάνε τον κόσμο;

Όταν μπήκαμε στο χολ μας υποδέχθηκε μια σεβαστών διαστάσεων διευθύντρια. Πέρα στο διάδρομο παρουσιαστήκανε δυο μωρά που σερνόντανε με τα χέρια τοίχο-τοίχο και με τα βρακάκια τους βρεμένα. Γενική τρεχάλα των παραμανών να τα περιμαζέψουνε και να τους αλλάξουνε… «τας αναξυρίδας».

Μέσα στο χολ ήτανε οι ντουλάπες με τα ξεχωριστά για κάθε παιδί ερμάρια, όπου φυλάγονται τα ρουχαλάκια τους, αυτά δηλ. που φορούνε όταν τα φέρνουν οι μάνες τους το πρωί. Γιατί εδώ, όπως είπα στην αρχή, τα ντύνουνε με ποδίτσα καθαρή και απολυμασμένη του βρεφοκομείου. «Επειδή», μας είπε η διευθύντρια, «παρουσιαστήκανε τελευταία μερικά κρούσματα σκαρλατίνας στην περιοχή, μας φορέσανε από μια ρόμπα νοσοκομειακή και δεν μας αφήσανε να ζυγώσουμε τα μωρά και τους κοιτώνες τους».

Είδαμε πρώτα-πρώτα πώς ένα αδιάθετο μωρό το θερμομετρούσε η νοσοκόμα. Είδαμε ύστερα -αχ! βοηθήστε, Μούσες του Ελικώνα, να περιγράψω αυτό που είδαμε. Σ’ ένα δωμάτιο καμιά δεκαριά πιτσιρίκοι κάθονται γύρω-γύρω στα γιογιό τους και είναι αφοσιωμένα στην υψηλή λειτουργία της ομαδικής… εντεροκατανύξεως. Μια παραμανίτσα τα επιτηρεί. Το καθένα τους έχει μπροστά τους τα παιχνιδάκια του και παίζει. «Το τερπνόν μετά του… τερπνού» και… κολεχτιβισμός κι αυτού!

Γενικά τα παιδάκια που είδαμε είναι ροδοκόκκινα και χαριτωμένα. Γιατί εξόν από την καλή τροφή τον κανονικό ύπνο, την καθαριότητα κ.λπ., μένουνε κυρίως στο ύπαιθρο. Ηλιόλουτρα και αερόλουτρα και τσιτσιδαριό είναι σε καθημερινή εφαρμογή. Το χειμώνα τα χώνουν μέσα σε κάτι μάλλινα σακιά, τα μαζουλώνουνε καλά και τ’ αραδιάζουν στα κρεβατάκια τους στο ύπαιθρο να πάρουν το μεσημεριανό τους ύπνο.

Στο ισόγειο της Αστυκλινικής του Μπογκορόσκοε υπάρχουν τέλειες εγκαταστάσεις για την αποστείρωση και το μποτιλιάρισμα του γάλακτος. 4000 μποτιλάκια της μισής λίτρας μοιράζονται κάθε πρωί στις μητέρες εργάτισσες.

Αυτό είναι ένα άλλο μέτρο προστασίας του παιδιού. Η τιμή είναι ελάχιστα καπίκια.

Όμως, ο Βάρναλης δεν είχε πάει στην ΕΣΣΔ για τουρισμό, ούτε μόνο για να γνωρίσει τη χώρα. Ήταν προσκεκλημένος στο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων, και αφιέρωσε πολλά άρθρα του στο γεγονός αυτό, κάτι που δεν συνηθίζεται ασφαλώς στις μέρες μας.

Σήμερα τα πάμπολλα συνέδρια συγγραφέων που διεξάγονται κάθε χρόνο στη μια ή στην άλλη μεγαλούπολη δεν αξιώνονται παρά ένα μονοστηλάκι στις πολιτιστικές σελίδες των εφημερίδων. Ωστόσο, το πρώτο συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων του 1934 είχε πρωτοφανή προβολή, τόσο από τον σοβιετικό τύπο, όσο και από τα έντυπα των άλλων χωρών, είτε τα φιλικά προς τον κομμουνισμό είτε τα εχθρικά ή ουδέτερα (σε αντίθεση, θα λέγαμε, με τα επόμενα επτά συνέδρια της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων που διεξήχθησαν μεταπολεμικά, από το 1954 έως το 1986 και γνώρισαν πολύ μικρότερη δημοσιότητα).

Ο λόγος για τη δημοσιότητα αυτή ήταν το έντονο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στη Σοβιετική Ένωση, ενδιαφέρον που ανέκαθεν υπήρχε αλλά εντάθηκε ακόμα περισσότερο μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία στη Γερμανία, καθώς και το γεγονός ότι πολλοί επιφανείς δυτικοί διανοούμενοι, όπως ο Αντρέ Ζιντ ή ο Ρομέν Ρολάν είχαν εκφράσει τη συμπάθειά τους για το σοβιετικό πείραμα, οι δε κομμουνιστές διανοούμενοι των καπιταλιστικών χωρών είχαν σταματήσει να αντιμετωπίζουν τους σοσιαλδημοκράτες ως εχθρούς (και «σοσιαλφασίστες») προαναγγέλλοντας την τακτική των λαϊκών μετώπων.

Έτσι, αμέσως μόλις οριστικοποιήθηκε η συμμετοχή των Βάρναλη-Γληνού στο Συνέδριο, ο Ελεύθερος Άνθρωπος, μια εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας όπως είπαμε, έσπευσε να χρίσει απεσταλμένους του τους δυο διανοούμενους και να τους εφοδιάσει με δημοσιογραφικές του ταυτότητες, προαναγγέλλοντας (πρώτη φορά στις 5.8.1934) ότι μετά την επίσκεψή του ο Βάρναλης θα αφηγηθεί από τις στήλες του «χωρίς καμίαν προκατάληψιν» τις εντυπώσεις του, ενώ ο Γληνός θα ασχοληθεί ειδικότερα με τη μελέτη του σοβιετικού εκπαιδευτικού συστήματος. (Τελικά οι εντυπώσεις του Γληνού δημοσιεύτηκαν σε άλλη εφημερίδα).

Ο Βάρναλης περιγράφει το συνέδριο των συγγραφέων, παραθέτει εκτενή αποσπάσματα από τις τοποθετήσεις, αλλά για να κάνει πιο ζωηρή την αφήγησή του περιγράφει επίσης τα χαρακτηριστικά του προσώπου και τον τρόπο ομιλίας των συγγραφέων και των πολιτικών που παίρνουν τον λόγο, με ιδιαίτερη έμφαση στη μορφή του Γκόρκι. Προφανώς το αναγνωστικό κοινό, ή τουλάχιστον ικανή μερίδα του, ήταν εξοικειωμένο όχι μόνο με τον Γκόρκι αλλά και με άλλους Ρώσους / Σοβιετικούς συγγραφείς —-κι αν δεν είχε διαβάσει έργα τους, τα ονόματά τους θα του ήταν οικεία. Να θυμίσουμε ότι την εποχή εκείνη πέρα από τα βιβλία, οι εφημερίδες δημοσίευαν όλες λογοτεχνική ύλη, διηγήματα αυτοτελή ή μυθιστορήματα σε συνέχειες, οπότε η λογοτεχνία είχε αρκετό κοινό.

Να ακούσουμε ένα σχόλιο του Βάρναλη που έχει ενδιαφέρον και που διατηρεί την αξία του, διότι ο Βάρναλης δεν ξεχνάει ότι απευθύνεται σε αναγνώστες που ζουν σε κεφαλαιοκρατικό καθεστώς, οπότε, ανάμεσα στις άλλες παραμέτρους που συγκρίνει (διότι όπως είπαμε σε όλα του τα άρθρα διαρκώς συγκρίνει τον καπιταλισμό με τον νεαρό σοσιαλισμό) είναι και ο ρόλος των λογοτεχνών.

 

Το «πνεύμα» λοιπόν με τις διάφορες εκδηλώσεις του (επιστήμη, λογοτεχνία, κ.λπ.) στα σημερινά αστικά Κράτη, είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος στο «ύψος» του γενικού ξεπεσμού αυτών των Κρατών. Έτσι το περισσότερο και το… χειρότερο μέρος είναι «συντεταγμένο» με την κυρίαρχη τάξη, με την κεφαλαιοκρατία, με την αντίδραση. Και φυσικά, αφού δεν έχει μέσα του πίστη, ιδανικό, αυτοθυσία και ορμή, δεν έχουν ούτε τα δημιουργήματά του. Γι’ αυτό σ’ όλον τον Κόσμο σήμερα μονάχα οι επαναστατικοί συγγραφείς δίνουν έργα ζωντανά, που αγγίζουνε βαθιά στην ψυχή των μαζών. Οι άλλοι, οι καθεστωτικοί, οι «φρόνιμοι», οι «ακαδημαϊκοί» κ.λπ., μ’ ένα λόγο οι «κλητήρες του πνεύματος» μπορούνε να είναι από υλική άποψη ευτυχέστεροι, μα από πνευματική και ηθική είναι πεντάφτωχοι.

Αυτοί γυρίζουνε τη ράχη προς το μέλλον, κοιτάνε με νοσταλγία προς τα περασμένα, γίνονται ρομαντικοί, συμβολιστές, εξπρεσιονιστές, συρεαλίστες κ.τ.λ. Έχουνε για κέντρο του Κόσμου και για πηγή έμπνευσης τις ατομικές τους μιζέριες -τείνουνε δηλ. στη φυγή από τον Κόσμο, στην απόσπασή τους από την άμεση πραγματικότητα, βρίσκουν άσυλο στο όνειρο κι έτσι «λυτρώνουν το εγώ» τους απ’ όλα τα δεσμά.

Κι αυτή η «λύτρωση του εγώ» έχει ανακηρυχθεί από τους αντιδραστικούς και καθυστερημένους «δημόσιους ενθουσιαστές» (καθηγητές Πανεπιστημίων, κριτικούς κ.τ.λ) ως ο έσχατος σκοπός της Ποίησης, ως η υψηλότερη δικαίωσις των αγώνων του πνεύματος ενάντια… στην ύλη! Έχει χαραχτηρισθεί για «Ιδανικό»!

Κι αυτό το «ιδανικό» άμα το αναλύσεις, θα ιδείς πως δεν είναι τίποτες άλλο από δουλεία του πνεύματος, από φόβο των ευθυνών και των κινδύνων, από προτίμηση του ίσου δρόμου όπου υπάρχει η μικρότερη αντίσταση, από λατρεία των υλικών αγαθών της ζωής, ένας ραφιναρισμένος υλοζωισμός.

Και φυσικά αυτός ο ραφιναρισμένος υλοζωισμός θεωρείται ως αληθινό τέρμα του πνεύματος, γιατί είναι και ο μόνος σκοπός της αστικής Κοινωνίας, που έχει αποθεώσει τον εγωισμό, την αναισθησία, τη σκληρότητα, την επικράτηση του ατόμου με κάθε μέσο εις βάρος της ολότητας, το μίσος ανάμεσα στους Λαούς κ.τ.λ. Κι όλα αυτά οι θεωρητικοί εξηγητές της ατομικοκρατίας τα ονομάσανε «ελευθερία του πνεύματος».

Σε μια τέτοια Κοινωνία, που ο άκρος ατομικισμός είναι και δικαίωμα και χρέος, οι εργάτες του πνεύματος τα βρίσκουνε λιγάκι σκούρα στη δουλειά τους.

Πρώτα-πρώτα, γιατί το καθεστώς τούς αφήνει «λεύτερους» να αναδειχτούνε. Τους αφήνει «λεύτερους» να διαλέξουνε το δρόμο τους. Τους αφήνει λεύτερους  να κερδίσουν όπως μπορούνε το ψωμί τους. Μ’ άλλα λόγια δημιουργεί συναγωνισμό στην πνευματική παραγωγή. Δηλ. μεταβάλλει τους «ιεροφάντες» του πνεύματος σε εμπόρους του πνεύματος.

Και να το σύντομο σχεδιάγραμμα με το οποίο διεξάγεται αυτό το εμπόριο.

α) Ο λογοτέχνης θα κοιτάξει να ικανοποιήσει τα γούστα και την ιδεολογία της άρχουσας τάξης, αυτηνής που μπορεί να πληρώνει και ν’ αμείβει. Δηλ. ο λογοτέχνης θα πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο. Θα γίνει «ορθώς σκεπτόμενος». Θα γίνει στρατιώτης του απόλυτου ιδανικού. Αν έξαφνα γίνει πόλεμος, θα υμνήσει τον πόλεμο. Αν επικρατήσει ο φασισμός, θα υμνήσει το φασισμό. Αν είναι εχθροί μας οι Τούρκοι, θα τους βρίσει, αν είναι φίλοι μας θα τους παινέσει κ.τ.λ. Αυτό είναι το… απόλυτο!

β) Θα κοιτάξει να βιομηχανοποιήσει την «παραγωγή του» σύμφωνα με το δόγμα: «πολύ πράμα φτηνή τιμή». Θα γράφει λοιπόν «λαϊκά» ή «σκανταλιστικά» μυθιστορήματα ή «επιφυλλίδες». Θα εκδίδει λαϊκά περιοδικά με όλων των ειδών τα φιλολογικά σκουπίδια για πνευματική τροφή της μισοαγράμματης πελατείας. Και σε μας, στην Ελλάδα, θα γράφει αράδα διδαχτικά βιβλία, που αφήνουνε πραγματικά σπουδαίο και εύκολο κέρδος στους συγγραφείς τους.

γ) Αλλά σε μας στην Ελλάδα υπάρχει και μία ειδική δυσκολία στη βιομηχανοποίηση της πνευματικής παραγωγής: ο μικρός πληθυσμός και το μεγάλο ποσοστό των αναλφαβήτων. 45%, λέγουν οι στατιστικές μας, από όλους τους Έλληνες δεν ξέρουν ανάγνωση και γραφή. Τα άλλα, τα 55% του πληθυσμού, που ξέρουνε γράμματα, δεν έχουνε… γλώσσα! Είμαστε ο μοναδικός άγλωσσος Λαός στην Ευρώπη.

Οι Τούρκοι με τον Κεμάλ κατωρθώσανε να νομιμοποιήσουνε τη γλώσσα τους και ν’ απλοποιήσουνε την ορθογραφία τους με το Λατινικό αλφάβητο. Εμείς παλεύουμε ανάμεσα στη δημοτική και στην καθαρεύουσα. Διάσπαση γλωσσική στη ζωή του πνεύματος, κομματισμός γλωσσικός κάθε τόσο στα προγράμματα του υπουργείου της Παιδείας –κι αυτός ο… γυναικοκαβγάς των δασκάλων καταντάει στο τέλος «καβγάς για το πάπλωμα». Ποιός δηλ. θα πάρει τις σημαίνουσες θέσεις του υπουργείου ή έδρα πανεπιστημιακή, ανάλογα με το Κόμμα που είναι στα πράγματα. Κι όπως η δουλεία της ποίησης στην άρχουσα τάξη λέγεται «ποιητικό ιδανικό», όμοια και το «πάπλωμα» τούτο λέγεται γλωσσικό «ιδανικό».

Το μεγαλύτερο μέρος του ποσοστού των γραμματισμένων είναι  καθαρευουσιάνοι. Αυτοί δεν αποτελούν μονάχα τη γλωσσική αντίδραση, μα είναι και οι εχθροί της δημιουργικής λογοτεχνίας, που όλη γράφεται σήμερα στη δημοτική. Οι δημοτικιστές είναι τόσο λίγοι που δε μπορούνε μοναχοί τους αυτοί να «συντηρήσουνε» την πνευματική αγορά, που προσφέρει όπως είπα έργα γραμμένα αποκλειστικά στη δημοτική.

Γι’ αυτό το κακό έχει εφευρεθεί ένα ειδικό φάρμακο: ο διορισμός των λογοτεχνών σε διάφορες δημόσιες θέσεις. Μονάχα έτσι σώζουν οι περισσότεροι απ’ αυτούς την αξιοπρέπεια της Τέχνης. Αφού δηλ. λύσουνε μια για πάντα το οικονομικό τους πρόβλημα, μπορούνε να αφιερωθούνε στην τελετουργία του Ωραίου. Και φυσικά δεν μπορούνε να βγούνε από τα ανθοστολισμένα συρματοπλέγματα του «στρατοπέδου συγκεντρώσεως» που είναι η δημόσια θέση. Εκεί θα δουλέψουν όπως θέλουν οι αφέντες. Τουλάχιστο δε θα στρέψουνε τη Μούσα τους ενάντια στους «ευεργέτες».

Το πολύ-πολύ θα κάνουνε «τέχνη για την τέχνη».

Κι αυτή «η τέχνη για την τέχνη» είναι μια κρυμμένη αντίδραση που με το πρόσχημα πως είναι υπεράνω των κοινωνικών αντιθέσεων δέχεται ως κάτι έξω από τα υψηλά ενδιαφέροντα του πνεύματος την άρση αυτών των αντιθέσεων· μ’ άλλα λόγια συντάσσεται με τους εκμεταλλευτές του Λαού «με το γάντι» κι ενάντια στο Λαό. Είναι η πιο επικίνδυνη μορφή της Αντίδρασης, γιατί ’ναι ύπουλη. Στον παραμικρότερο κίνδυνο της τάξης των εκμεταλλευτών ρίχνουνε αμέσως τη μάσκα της πνευματικής ουδετερότητας και παρατάσσονται μπροστά της πάνοπλοι σαν αστακοί.

Η Κοινή Γνώμη, που δεν πιστεύει εκείνους που φωνάζουνε πολύ και χειρονομούνε θεατρικά στην αγορά υπέρ ιερών και οσίων, γελιέται πιο εύκολα απ’ αυτές τις «όσιες Μαρίες» του πνεύματος.

Λοιπόν, τον Σεπτέμβριο του 1934 στον ελληνικό τύπο παρουσιάστηκε μια πρωτόγνωρη κατάσταση: παράλληλα με τις εντυπώσεις του Βάρναλη στον Ελεύθερο Άνθρωπο δημοσιεύονταν τα άρθρα του Γληνού στον Νέο Κόσμο ενώ, για να μην υστερήσει, ο Ανεξάρτητος, άλλη εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας, δημοσίευσε σε πολλές συνέχειες εκτενή συνέντευξη του Ηλία Έρενμπουργκ για τη ζωή στην ΕΣΣΔ. Αυτή η ομοβροντία φιλοσοβιετικών άρθρων προκάλεσε φυσικά την αντίδραση του εθνικόφρονος τύπου και η Εστία έγραψε για τον Βάρναλη και τον Γληνό ότι πρόκειται για «τέως εκπαιδευτικούς … τους οποίους βιαίως απεμάκρυνεν το Κράτος από την εκπαίδευσιν, την οποίαν εδηλητηρίαζαν, και οι οποίοι επί έτη ολόκληρα διεξάγουν συστηματικήν προσπάθειαν διά να μεταβάλουν την Ελλάδα εις ‘Κράτος Μουνούχων’ πρόθυμον να δέχεται τας εκ Μόσχας διαταγάς», υπαινιγμός για τον Λαό των μουνούχων, τη νουβέλα που είχε εκδώσει το 1923 ο Βάρναλης.

Κλείνοντας να πω δυο λόγια για το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας. Τα 34 άρθρα του Βάρναλη αναδημοσιεύονται με τη σειρά που δημοσιεύτηκαν στον Ελεύθερο Άνθρωπο. Δεν είναι ακριβώς η χρονολογική σειρά των γεγονότων, αφού ο Βάρναλης επέλεξε να προτάξει όλα τα άρθρα με ταξιδιωτικές εντυπώσεις και να κλείσει με την περιγραφή του συνεδρίου των συγγραφέων.

 Έχω επεξηγήσει με υποσημειώσεις όσα σημεία έκρινα ότι χρειάζονται εξήγηση για τον σημερινό αναγνώστη. Τα περισσότερα άρθρα συνοδεύονταν από φωτογραφίες, που παρατίθενται όλες, μαζί με κάποιες φωτογραφίες από άλλες πηγές, κυρίως από το αρχείο Βάρναλη που φυλάσσεται στη Γεννάδειο σχολή.

Τα κείμενα έχουν μετατραπεί σε μονοτονικό και στη σημερινή ορθογραφία, δεδομένου μάλιστα ότι δεν διέσωζαν την ιδιαίτερη ορθογραφία του Βάρναλη (π.χ. μάβρος, λέφτερος) αλλά απλώς τις ορθογραφικές συμβάσεις της εφημερίδας. Στον τίτλο του βιβλίου («Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ») διατηρούμε κατ’ εξαίρεση την παλαιά ορθογραφία, για το άρωμα της εποχής –σημειώνω πάντως ότι ο ίδιος ο Βάρναλης έγραφε «Ρωσία», το διπλό σ ήταν της εφημερίδας.

Τα σημειωματάρια του Βάρναλη από την παραμονή του στη Ρωσία και την παρακολούθηση του Συνεδρίου των Συγγραφέων, τρία τον αριθμό, βρίσκονται στο αρχείο Βάρναλη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Τα μελέτησα και παραθέτω σε υποσημειώσεις ορισμένα σχόλια, ενώ στο επίμετρο έχω σταχυολογήσει και κάποιες σκόρπιες σημειώσεις που δεν συμπεριλήφθηκαν σε άρθρα.

Επίσης στο Επίμετρο έχω παραθέσει μια συνέντευξη που έδωσε ο Βάρναλης στον Ριζοσπάστη μετά την επιστροφή του, καθώς και ένα κεφάλαιο από τα απομνημονεύματα του Ηλία Έρενμπουργκ Άνθρωποι, χρόνια, ζωή [ένα έξοχο βιβλίο που σας συνιστώ να διαβάσετε αν το βρείτε σε παλαιοπωλείο, είναι 6 τόμοι βέβαια] στο οποίο ο Έρενμπουργκ περιγράφει το Συνέδριο των Συγγραφέων, αλλά και τη γνωριμία του με τον Βάρναλη, με τον οποίο γνωρίστηκαν καλύτερα επειδή πήραν μαζί το πλοίο της επιστροφής από την Οδησσό στον Πειραιά, ο δε Έρενμπουργκ συνέχισε για Μασσαλία και Παρίσι. Ό Έρενμπουργκ γράφει:

Πιάσαμε φιλίες. Ο Βάρναλης ήταν ένα χαρμάνι μαχητικής παραφοράς, πραότητας και στοχαστικότητας. Στη Θεσσαλονίκη, η ελληνική χωροφυλακή δεν επέτρεψε στον Γληνό και στον Βάρναλη να κατέβουν στη στεριά –έπρεπε, λέει, να τους κάνουν έρευνα στον Πειραιά. Στην Ελλάδα, όλος ο κόσμος μίλαγε συνεχώς για τον επερχόμενο φασισμό. Παντού μπορούσες να δεις γερμανούς που συμπεριφέρονταν σαν ινστρούχτορες. «Θέλουν να μας φάνε», έλεγε ο Βάρναλης. Ένα χρόνο αργότερα τον συλλάβανε.

Εννοεί τη σύλληψη του Βάρναλη και του Γληνού μετά το κίνημα του Κονδύλη και την εξορία τους στον Άη Στράτη.

Το βιβλίο κλείνει με χρονολόγιο του Βάρναλη, στο οποίο υπάρχουν και κάποια στοιχεία από προσωπική έρευνα, που δεν βρίσκονται αλλού.

Σήμερα, εκατό χρόνια μετά την Οχτωβριανή επανάσταση και 43 μετά τον θάνατο του Κώστα Βάρναλη, η Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχει πια. Η κοινωνία που τα πρώτα της βήματα τα περιέγραψε με τόσο λαμπρά χρώματα ο Βάρναλης εδραιώθηκε μέσα σε αντιφάσεις και περιπέτειες, νίκησε τον φασισμό, αλλά στη συνέχεια κατέρρευσε, ενώ και το αντίπαλον δέος της δοκιμάζεται στις μέρες μας από βαθιά κρίση. Ωστόσο, οι εντυπώσεις ενός μεγάλου ποιητή από το πρώτο πείραμα συγκρότησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας δεν παύουν να έχουν το δικό τους ενδιαφέρον. Στο βιβλίο αυτό λοιπόν μπορείτε να διαβάσετε όσα είδε πριν από 83 χρόνια ο Κώστας Βάρναλης «εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ».




from Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.